-
1 κυδνή
-
2 κυδνῇ
-
3 κυδρός
A = κυδάλιμος, in Hom. always in fem., as epith. of Hera and Leto,Διὸς κυδρὴ παράκοιτις Il.18.184
, Od.11.580; of Pallas, h.Hom.28.1; (v.l. κυδνή) ; θεαί, of the Nymphs, A.Fr. 168 (hex.); rarely of a mortal woman, Od.15.26: masc. first in h.Merc. 461, Alcm.9; of a man, X.Ap.29; of a horse,κυδρῷ τῷ σχήματι φέρεται Id.Eq.10.16
; κυδρότερον πίνειν to drink more lustily, Ion Eleg.2.10.—Poet. word, used once in Trag., and twice by X.—Besides regul. [comp] Comp.κυδρότερος Xenoph.2.6
, B.1.54, we find κυδίων, -ιστος (v. κύδιστος), alsoκυδέστερος Plb.3.96.7
: [comp] Sup.κυδίστατος Nic.Th.3
;κυδότερος, -ότατος EM543.29
.
См. также в других словарях:
κυδνῇ — κυδνός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδνός — Ονομασία ποταμού της Κιλικίας, κατά την αρχαιότητα, του οποίου η σημερινή ονομασία είναι Ταρσούς Τσάι. Πηγάζει από το όρος Ταύρος και εκβάλλει στη Μεσόγειο. Στις όχθες του είχε οργανωθεί γιορτή από τον Μάρκο Αντώνιο προς τιμήν της Κλεοπάτρας. Ο Κ … Dictionary of Greek