-
1 κύδιστος
κύδιστος, superl., u. κῡδίων, ον, compar. von κῦδος unmittelbar abgeleitet, zu κυδρός gehörig, ruhmvoller, der ruhmvollste, berühmteste; Hom. nennt κύδιστος sowohl den Zeus, Il. 24, 308, u. die Athene, Διὸς ϑυγάτηρ κυδίστη 4, 515, als auch den Agamemnon, 1, 122; auch Aesch. Suppl. 13 u. frg. hat den superl., wie Eur. den compar., Androm. 640; τί μοι ζῆν κύδιον; was frommt es mir zu leben (vgl. κέρδιον)? Alc. 963. Vgl. κυδέστερος.
-
2 κυδιστος
31) славнейший, достославный(Ζεύς, Διὸς θυγάτηρ, Ἀτρείδης Hom.)
2) составляющий славу, покрывающий славой (sc. ἄχος Aesch.) -
3 κύδιστος
κύδιστος: most glorious.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κύδιστος
-
4 κύδιστος
-
5 κύδιστος
κύ̱διστος, κύδιστοςmost honoured: masc nom sg -
6 κύδιστος
A most honoured, noblest, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon,Ζεῦ κύδιστε μέγιστε Il.2.412
, al.;Ἀτρεΐδη κ. 1.122
, al.; of Athena, 4.515, Od.3.378; of Hera, h.Ven.42; of Leto, h.Ap.62; of Anchises, h.Ven. 108;κύδιστ' Ἀχαιῶν A.Fr. 238
(lyr.).2 of things, greatest,κύδιστ' ἀχέων Id.Supp.13
(anap.): in Trag., [comp] Comp. [full] κῡδίων [ῑ], ον, gen. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what profits it me to live? E.Alc. 960 (s.v.l.), cf. Andr. 639 (v.l. κύδιστον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύδιστος
-
7 πολυ-κύδιστος
πολυ-κύδιστος, auch 2 Endgn, vielgerühmt, hochgepriesen; πολυκυδίστη σοφία, Agath. 49 (IX, 657); πολυκύδιστος ϑεσμοσύνη, 87 (VII, 593).
-
8 κύδιστ'
κύ̱διστα, κύδιστοςmost honoured: neut nom /voc /acc plκύ̱διστε, κύδιστοςmost honoured: masc voc sgκύ̱δισται, κύδιστοςmost honoured: fem nom /voc pl -
9 κυδίστα
κῡδίστᾱ, κύδιστοςmost honoured: fem nom /voc /acc dualκῡδίστᾱ, κύδιστοςmost honoured: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 κυδίστη
κῡδίστη, κύδιστοςmost honoured: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κῡδίστῃ, κύδιστοςmost honoured: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 κυδίστων
κῡδίστων, κύδιστοςmost honoured: fem gen plκῡδίστων, κύδιστοςmost honoured: masc /neut gen pl -
12 κύδιστον
κύ̱διστον, κύδιστοςmost honoured: masc acc sgκύ̱διστον, κύδιστοςmost honoured: neut nom /voc /acc sg -
13 κῡδρός
κῡδρός, = κυδάλιμος, ruhmvoll, hochgeehrt; bei Hom. heißt so Leto, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις, Od. 11, 579, wie Here, Il. 18, 184; von der sterblichen Frau Od. 15, 26, wie sonst αἰδοίη; Hes., s. κυδνός, als v. l.; das masc. erst H. h. Merc. 461; – κυδρότερος, Xenophan. bei Ath. X, 414 a, wie Ion XI, 463 d. S. oben κύδιστος, κυδίων. – In Prosa nur Xen. Equ. 10, 16, κυδρῷ σχήματι.
-
14 κῡδότατος
-
15 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης -
16 κυδίστην
κῡδίστην, κύδιστοςmost honoured: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 κυδίστοιο
κῡδίστοιο, κύδιστοςmost honoured: masc /neut gen sg (epic) -
18 κυδίστω
-
19 κυδίστῳ
-
20 κύδιστε
κύ̱διστε, κύδιστοςmost honoured: masc voc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… … Dictionary of Greek
κύδιστος — κύ̱διστος , κύδιστος most honoured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδιστ' — κύ̱διστα , κύδιστος most honoured neut nom/voc/acc pl κύ̱διστε , κύδιστος most honoured masc voc sg κύ̱δισται , κύδιστος most honoured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδίστα — κῡδίστᾱ , κύδιστος most honoured fem nom/voc/acc dual κῡδίστᾱ , κύδιστος most honoured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδίστων — κῡδίστων , κύδιστος most honoured fem gen pl κῡδίστων , κύδιστος most honoured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδιστον — κύ̱διστον , κύδιστος most honoured masc acc sg κύ̱διστον , κύδιστος most honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
πολυκύδιστος — η, ον, Α (για πρόσ.) ο πάρα πολύ φημισμένος, πάρα πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύδιστος, υπερθ. τού κυδρός «ένδοξος» (< κῦδος, τὸ «δόξα, φήμη»)] … Dictionary of Greek
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek
φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… … Dictionary of Greek
ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… … Dictionary of Greek