-
1 κίβισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίβισις
-
2 κῐβῐσις
κῐ́βῐσιςGrammatical information: f.Other forms: also κίβησις (Suid., Orion), κύβεσις, κυβησία H.; besides, prob. as popular short form with gemination, κίββα πήρα, Αἰτωλοί H.; further κίρβα πήρα (cod. πειρα, διφθέρα. Αἰτωλοί H., NGr. κιρβέλλα `small sack'; s. Kretschmer Glotta 11 (1921)247.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Foreign word of unknown origin; cf. on σάκκος and θύλακος. Semitic hypothesis in Lewy Fremdw. 91. More prob. Pre-Greek.See also: S. auch κιβωτός.Page in Frisk: 1,848Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῐβῐσις
См. также в других словарях:
κίβισις — και κίβησις και κύβεσις, εως και κυβησία, ἡ (Α) (αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα*, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός] … Dictionary of Greek