-
1 κυβευτηριον
-
2 κυβευτήριον
κυβευτήριον, τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
-
3 κυβευτήριον
κυβευτήριονgambling-house: neut nom /voc /acc sg -
4 κυβευτήριον
κυβευτήριον, τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus -
5 κυβευτήριον
κῠβ-ευτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβευτήριον
-
6 κυβευτήρια
κυβευτήριονgambling-house: neut nom /voc /acc pl -
7 σκῑραφεῖον
σκῑραφεῖον, τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.
-
8 κυβεών
A = κυβευτήριον, Tz.H.10.558.
См. также в других словарях:
κυβευτήριον — κυβευτήριον, τὸ (Α) [κυβεύω] τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
κυβευτήριον — gambling house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβευτήρια — κυβευτήριον gambling house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβεών — κυβεών, ῶνος, ὁ (Μ) [κύβος] το κυβευτήριον* … Dictionary of Greek
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek