-
1 κυανοβλεφαρος
-
2 κυανοβλέφαρος
κυανοβλέφαροςdark-eyed: masc /fem nom sg -
3 κυανοβλέφαρος
κῠᾰνο-βλέφᾰρος, ον,A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανοβλέφαρος
-
4 κυανοβλέφαρος
κυανο-βλέφαρος, mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig -
5 κυανοβλεφάρω
-
6 κυανοβλεφάρῳ
-
7 ἰανογλέφαρος
Grammatical information: adj.Meaning: `with violet-blue eyes'(Alkm. 13, 69, of girls), cf. ἰανοκρήδεμνος ἴοις ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα H.;Compounds: so extended from ἰο-γλέφαρος (Pi.) after the comparable compp. with κυανο- (ἰανογλέφαρος - χαίτης etc.; κυανοβλέφαρος first AP 5, 60); note also ἀγανο-βλέφαρος (Ibyc.). Also ἰανόφρυς PMich. 11, 13 after κυανόφρυς.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: On ἰανογλέφαρος Taillardat Rev. de phil. 79, 131ff., and Treu Von Homer zur Lyrik 265 u. 285. Not with Kretschmer KZ 32, 539, Johansson ibd. 543 = ἑᾱνός; nor with Bq (s. ἑᾱνός) from ἰαίνω.Page in Frisk: 1,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰανογλέφαρος
См. также в других словарях:
κυανοβλέφαρος — κυανοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
κυανοβλέφαρος — dark eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοβλεφάρῳ — κυανοβλέφαρος dark eyed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek