-
1 κτύπους
κτύποςcrash: masc acc pl -
2 λευκό-πηχυς
λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
-
3 κόπος
A striking, beating, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (Pauw for κτύπῳ) A.Ch.23 (lyr.); στέρνων κόπους (Seidler for κτύπους) E.Tr. 794 (anap.); = κοπανισμός, Hsch.II toil and trouble, suffering, A. Supp. 210 (pl.);ἀνδροδάϊκτος κόπος Id.Fr. 132a
p.Ar.Ra. 1265; pain of a disease, S.Ph. 880; κόπους παρέχειν τινί to give trouble, Ev.Matt.26.10, al., PTeb.21.10 (ii B. C.), BGU844.10 (i A. D.);κόπον ἔχειν Phld. Mus.p.62
K.;πάντα κ. ἀναδεξάμενος SIG761
B6 (Delph., i B. C.).2 fatigue, Hp.VM21, Gal.6.190; κόπου ὕπο from very weariness, E. Ba. 634;κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph. 852
; κόπῳ δαμέντες, ἁλίσκεσθαι, Id.Rh. 764, Th.7.40;τῷ κ. ξυνεῖναι Ar.Pl. 321
;τὰ γόνατα κ. ἕλοι μου Id.Lys. 542
: in pl., E.Rh. 124;κόποι καὶ ὕπνοι Pl.R. 537b
, cf. X.Eq. 4.2, 2 Ep.Cor.6.5, etc.; περὶ κόπων title of work by Thphr.3 work, exertion,καμάραν ἀφ' ἱδίων κόπων ἐποίησεν IG12(7).384
([place name] Amorgos), cf. BGU884.10 (i A. D.); κόπῳ κόπον λύειν prov. in Orib.Eup. 1.2.8.
См. также в других словарях:
κτύπους — κτύπος crash masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek