Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτύπους

См. также в других словарях:

  • κτύπους — κτύπος crash masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»