Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτύπῳ

  • 1 κτυπώ

    κτυπέω
    crash: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    κτυπέω
    crash: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτυπώ

  • 2 κτυπῶ

    κτυπέω
    crash: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    κτυπέω
    crash: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κτυπῶ

  • 3 κτύπω

    κτύπος
    crash: masc dat sg

    Morphologia Graeca > κτύπω

  • 4 κτύπῳ

    κτύπος
    crash: masc dat sg

    Morphologia Graeca > κτύπῳ

  • 5 κτυπώ

    (ε) 1. μετ.
    1) бить, ударять; стучать; хлопать (руками); топать (ногами); 2) бить (о часах); 3) заколачивать, забивать (гвозди); 4) ковать, выковывать; 5) бить, колотить, избивать (кого-л.); 6) воен, нападать, наносить, удар; 7) поражать (цель), попадать (из огнестрельного оружия), подстрелить, подбить (тж. об охотнике); ранить; 8) перен. нападать, обрушиваться (о горе, болезни; тж. о ком-л.с нападками, укорами); 9) сбивать (сливки и т. п.); 10) действовать пагубно; 11) бить (тревогу, отбой);

    § κτυπώ πίσω — отбрасывать назад (что-л.), задерживать созревание, развитие (чего-л.);

    κτυπ τό κεφάλι μου — жалеть, раскаиваться;

    2. αμετ.
    1) звонить (о колоколе, звонке); ударять (о громе); 2) биться, пульсировать (о сердце); 3) стукаться, ударяться; ушибаться; 4) перен. производить впечатление;

    κτυπάει άσχημα — иметь плохой резонанс;

    5) стучаться, стучать (в дверь и т. п.);

    § τό σπίτι μας το κτυπά ο ήλιος όλη μέρα — в нашем доме весь день солнце;

    κτυπα η καρδιά μου — а) тревожиться, беспокоиться; — бояться, опасаться; — б) иметь сердцебиение;

    κτυπά στο κεφάλι — ударяет в голову (о вине);

    κτυπά στο μάτι — бросается в глаза;

    μου κτυπα στα νεύρα — мне действует на нервы;

    μου το κτύπησε κατά πρόσωπο он мне это прямо в глаза сказал;

    βρίστηκαν και κτυπήθηκαν — они поссорились и подрались;

    παρ' τον ένα και κτύπα τον άλλον а) два сапога —пара; б) оба они хороши;
    μου κτύπησε πεντακόσιες δραχμές он у меня стащил пятьсот драхм

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κτυπώ

  • 6 κτυπώ

    [ктипо] р. бить, колотить

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κτυπώ

  • 7 κτυπώ

    [ктипо] ρ бить, колотить.

    Эллино-русский словарь > κτυπώ

  • 8 κτύπωι

    κτύπῳ, κτύπος
    crash: masc dat sg

    Morphologia Graeca > κτύπωι

  • 9 бить

    бить
    несов
    1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;
    2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:
    \бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;
    3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):
    \бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;
    4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:
    \бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;
    5. (убивать скот) σφάζω;
    6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;
    7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:
    \бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;
    8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:
    часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;
    9. (побеждать) νικώ:
    \бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός.

    Русско-новогреческий словарь > бить

  • 10 поражать

    поражать
    несов
    1. (наносить удар) κτυπώ, πλήττω:
    \поражать насмерть κτυπώ θανάσιμά
    2. (удивлять) κάνω κατάπληξη, προξενώ Εκπληξιν, καταπλήττω, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω:
    я был поражен... ἔμεινα κατάπληκτος...·
    3. (о болезни) προσβάλλω, κτυπώ \поражаться μένω κατάπληκτος, μένω Εκθαμβος, ἐμβρόντητος.

    Русско-новогреческий словарь > поражать

  • 11 забиться

    забить||ся
    сов
    1. (начать биться) κτυπῶ, ἀρχίζω νά κτυπῶ (о сердце)! φτερουγίζω (о птице)·
    2. см. забиваться.

    Русско-новогреческий словарь > забиться

  • 12 заколотить

    заколотить
    сов
    1. ἀρχίζω νά κτυπώ δυνατά:
    \заколотить в дверь ἀρχίζω νά κτυπῶ δυνατά τήν πόρτα·
    2. см. заколачивать.

    Русско-новогреческий словарь > заколотить

  • 13 колокол

    ко́лок||ол
    м ἡ καμπάνα, ὁ κώδων:
    церковный \колокол ἡ καμπάνα τής ἐκκλησίας· пожарный \колокол ὁ πυροσβεστικός κώδων бить в \колокол κωδωνοκρούω, κτυπώ τό κουδούνι, κτυπῶ τήν καμπάνα.

    Русско-новогреческий словарь > колокол

  • 14 колотить

    колотить
    несов
    1. (ударять во что-л.) κτυπῶ, χτυπώ, κρούω, κοπανίζω·
    2. (бить) разг δέρ(ν)ω, κτυπῶ, ξυλίζω / ξυλοκοπώ (кого-л.)· ◊ его́ колотит лихорадка τόν ταράζει ὁ πυρετός.

    Русско-новогреческий словарь > колотить

  • 15 наезжать

    наезжать
    несов
    1. τρακάρω, κτυπώ πάνω σέ..., προσκρούω:
    \наезжать на что-л. τρακάρω, κτυπῶ πάνω σέ κάτι·
    2. (съезжаться) Ερχομαι, φθάνω, μαζεύομαι·
    3. (приезжать ненадолго) περνώ, ἐπισκέπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > наезжать

  • 16 постучать

    постучать
    сов χτυπώ, κτυπῶ, κτυπώ λίγο.

    Русско-новогреческий словарь > постучать

  • 17 прихлопывать

    прихлопывать
    несов
    1. (закрывать) κλεί(ν)ω μέ βρόντο, κτυπώ νά κλείσει·
    2. (прищемлять) μαγγώνω·
    3. (в такт) κτυπώ στό ρυθμό:
    \прихлопывать в ладоши χτυπώ παλαμάκια.

    Русско-новогреческий словарь > прихлопывать

  • 18 пыриуть

    пыриу́ть
    сов разг τρυπώ, κτυπώ, δια-περώ:
    \пыриуть ножом μαχαιρώνω, κτυπώ μέ τό μαχαίρι.

    Русско-новогреческий словарь > пыриуть

  • 19 стучать

    стуч||а́ть
    несов χτυπώ, κτυπώ, κρούω:
    \стучать в дверь χτυπώ τήν πόρτα· \стучать кулаком по́ столу κτυπώ τή γροθιά στό τραπέζι· дождь \стучатьит в окно́ ἡ βροχή χτυπάει στό παράθυρο.

    Русско-новогреческий словарь > стучать

  • 20 тикать

    ти́ка||ть
    несов (о часах) κτυπώ ρυθμικά, κτυπώ τίκ-τάκ.

    Русско-новогреческий словарь > тикать

См. также в других словарях:

  • κτυπώ — → δες χτυπώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κτυπώ — (AM κτυπῶ, έω) βλ. χτυπώ …   Dictionary of Greek

  • κτυπῶ — κτυπέω crash pres subj act 1st sg (attic epic doric) κτυπέω crash pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπωι — κτύπῳ , κτύπος crash masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοκτυπώ — άω / ποδοκτυπῶ έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν νεοελλ. (για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος μσν. (για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κτυπῶ (< κτύπος <… …   Dictionary of Greek

  • ρινοκτυπώ — έω, ΜΑ ξεφυσώ δυνατά, κάνω δυνατό θόρυβο με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κτυπῶ (< κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. ποδο κτυπώ] …   Dictionary of Greek

  • κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • σφυροκτυπώ — έω, ΜΑ χτυπώ με τη σφύρα, σφυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κτυπῶ (< κτυπος < κτύπος), πρβλ. ποδο κτυπώ] …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»