-
1 κτηματικος
-
2 κτηματικός
κτηματικός, vermögend, begütert; Pol. 5, 93, 6; Plut. Sol. 14 u. öfter, u. a. Sp.
-
3 κτηματικός
κτηματικός, vermögend, begütert -
4 κτηματικός
-
5 κτηματικός
A possessed of wealth, opulent, Plb.5.93.6, D.S. 18.10, Plu.Sol.14; οἱ κ., = Lat. possessores, App.BC1.12.II belonging to an estate or farm,γεωργοί POxy.136.18
(vi A.D.);τὰ τῶν κ. ἔργα PFlor.161.6
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηματικός
-
6 κτηματικοί
κτηματικόςpossessed of wealth: masc nom /voc pl -
7 κτηματικούς
κτηματικόςpossessed of wealth: masc acc pl -
8 κτηματικών
κτηματικόςpossessed of wealth: fem gen plκτηματικόςpossessed of wealth: masc /neut gen pl -
9 κτηματικῶν
κτηματικόςpossessed of wealth: fem gen plκτηματικόςpossessed of wealth: masc /neut gen pl -
10 ἀ-κτήμων
ἀ-κτήμων, ον, besitzlos, arm, Hom. zweimal, Iliad. 9, 126. 268 οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο (εἴη), homerisch = er würde viel Gold besitzen;– πενία Theocr. 16, 38; Ggstz von κτηματικός Plut. Sol. 14.
-
11 κτηματικοίς
-
12 κτηματικοῖς
-
13 κτηματικού
-
14 κτηματικοῦ
-
15 κτηματικώς
-
16 κτηματικῶς
-
17 κτηματίτης
A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηματίτης
См. также в других словарях:
κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… … Dictionary of Greek
κτηματικῶν — κτηματικός possessed of wealth fem gen pl κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοί — κτηματικός possessed of wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικοῦ — κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικούς — κτηματικός possessed of wealth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματικῶς — κτηματικός possessed of wealth adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… … Dictionary of Greek