-
1 κτηματικοίς
-
2 κτηματικοῖς
См. также в других словарях:
κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κτηματικοίς
2 κτηματικοῖς
κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)