-
1 κτεινεμεναι
Hes. inf. к κτείνω См. κτεινω -
2 κτεινέμεναι
κτείνωkill: pres inf act (epic)
См. также в других словарях:
κτεινέμεναι — κτείνω kill pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κτεινεμεναι
2 κτεινέμεναι
κτεινέμεναι — κτείνω kill pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)