-
1 κτεινεμεναι
Hes. inf. к κτείνω См. κτεινω
См. также в других словарях:
κτεινέμεναι — κτείνω kill pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κτεινεμεναι
κτεινέμεναι — κτείνω kill pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)