Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτέρ-εα

См. также в других словарях:

  • κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… …   Dictionary of Greek

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»