-
1 κτέρας
κτέρ-ας, τό,A = κτέανον, possession, Il.10.216, 24.235, cj. in Simon. 107.9, Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922.27.2 gift., A.R.4.1550. -
2 κτέρεα
κτέρ-εα, τά (no sg. in use),A funeral gifts, burnt with the dead, Mosch.4.33, Hsch.: generally, funeral honours,ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι Od.1.291
, cf. 2.222, Il.24.38, etc.;ἔλαχον κτερέων Od.5.311
;τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Epigr.Gr.514
(Maced.).2 later, wrappers for the dead, shroud,ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς A.R.1.254
. -
3 κτερεΐζω
1 c. acc. pers., bury with due honours,σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε Il. 23.646
;κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον 24.657
;τύμβῳ κτερέϊξε παῖδα IG12
(5).308 ([place name] Paros), etc.2 c.acc. cogn., κτέρεα κ., v. κτέρεα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτερεΐζω
-
4 κτέρες
κτέρ-ες· νεκροί, Hsch. -
5 κτερίζω
Aκτεριῶ Il.18.334
: [tense] aor.ἐκτέρῐσα 24.38
, Simon.109: ([etym.] κτέρεα):—poet. Verb, = κτερεΐζω, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Il. 18.334;τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί 22.336
;ἔμ', εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι' Ἀχαιοί 11.455
;τάφῳ κ. τινά S.Ant. 204
; τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε Simon.l.c.: abs., E.Hel. 1244;δημοσίᾳ κ. IG2.1678
(iv B.C.), cf. Sammelb. 2119 (iii B.C.).2 c. acc. cogn.,τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν Il.24.38
, cf. Od.3.285.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτερίζω
-
6 κτερίσματα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτερίσματα
-
7 κτεριστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτεριστής
-
8 κτέρας
Grammatical information: n. (only nom.)Meaning: `gift' (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, - έων `gifts for the dead, offer' (Il.)Derivatives: κτερε-ΐζω (- ίξω, - ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (- ιω, - ίσαι; Il.) `bring gifts for the dead, bury ceremoniously' (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), - ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.Page in Frisk: 2,34Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτέρας
См. также в других словарях:
κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek