-
41 ὀμματο-στερής
ὀμματο-στερής, ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.
-
42 ἀ-μαιμάκετος
ἀ-μαιμάκετος, η, ον, sehr lang; das erste α ist intens. (oder euphon.), μαι ist eine nicht ungewöhnliche Art von Reduplication, μάκετος verhält sich zu μακρός, μῆκος, wie πάχετος Od. 8, 187. 23, 191 zu παχύς, πάχος, πῆχυς; vgl. περιμήκετος Iliad. 14, 287 Od. 6, 103; Hom. dreimal, Od. 14, 311 ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηός, Iliad. 6, 179. 16, 329 Χίμαιραν ἀμαιμακέτην; nämlich der Leib des Ungethüms ist wirklich sehr lang, 6, 181 πρόσϑε λέων, ὄπιϑεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα; Homer setzt hinzu δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰϑομένοιο; dies mißverstand Hesiod., als sei es Erklärung des ἀμαιμακέτην, u. sagt deshalb Th. 319 Χίμαιραν ἔτικτε, πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῠρ; sodann bezeichnete man durch das Wort alles Große, Furchtbare, Gewaltige; man stellte eine Etymologie = ἄμαχος auf, unbezwinglich; Pind. πόντος P. 1, 14 (vgl. βύϑοι Anth. App. 234); τριόδους I. 7. 35; μένος P. 3, 33; κινηϑμὸς πετρᾶν P. 4, 308; Soph. πῠρ O. R. 177 ch., die Eumeniden O. C. 127 ch.; βασιλῆες Orph. Arg. 518; κρᾶς ταύρου Ant. Sid. 115 (VI, 18); öfter sp. Ep.; ϑήρ Theocr. 25, 258.
-
43 ἐρημοκόμης
ἐρημοκόμης, ὁ, vom Haar entblößt, κράς, Phani. 2 (VI, 294); κόρση, Philp. 67 (VII, 383).
-
44 ευκρας
-
45 κρηθεν
-
46 λιποτριχης
-
47 νεοκρας
-
48 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
49 κράτας
-
50 κρᾶτας
-
51 κράτες
-
52 κρᾶτες
-
53 κρήθεν
-
54 κρῆθεν
-
55 κρασί
κρᾱσί, κράςhead: fem dat pl (epic) -
56 κρασίν
κρᾱσίν, κράςhead: fem dat pl (epic) -
57 κρατών
κρᾱτῶν, κράςhead: fem gen plκράτοςstrength: neut gen pl (attic epic doric)κρατέωto be strong: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κρατύςstrong: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
58 κρατῶν
κρᾱτῶν, κράςhead: fem gen plκράτοςstrength: neut gen pl (attic epic doric)κρατέωto be strong: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κρατύςstrong: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
59 κρατί
κρᾱτί, κράςhead: fem dat sg -
60 κρατός
κρᾱτός, κράςhead: fem gen sg
См. также в других словарях:
κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτας — κράς head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατα — κράς head neut nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατι — κράς head neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατος — κράς head neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] … Dictionary of Greek
μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] … Dictionary of Greek