-
1 κράτες
-
2 κρᾶτες
-
3 λεύκοκρας
λεύκο-κρας· λευκοκέφαλος, Hsch.: pl. - κρατες (- κέρατες cod.)· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκοκρας
-
4 ἁλικία
См. также в других словарях:
κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)