-
1 κρᾶς
-
2 κρᾶς
κρᾶς, τό, dor. = κρῆς, κρέας, Fleisch.
-
3 κρας
τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)1) n и f голова(ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἥ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.)
2) вершина(Οὐλύμποιο Hom.)
3) внутренний угол, т.е. глубина(ἐπὴ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα
-
4 κράς
1 headκελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρᾶτί κατέχευας P. 1.8
εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας P. 12.16
τρία κρᾶτα fr. 8. -
5 κράς
Aκρᾱτός Il.5.7
, al., Trag. (v. infr.); dat.κρᾱτί Od.9.490
, S.OC 313, Ar.Ra. 329,κράτεσφι Il.10.156
; acc.κρᾶτα Od.8.92
, Trag. (v. infr.): pl., gen.κράτων Od. 22.309
; dat.κρᾱσίν Il.10.152
; acc. , HF 526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El. 140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph. 1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph. 1457 (anap.), acc. ib. 1001, OT 263, cf. Tr. 1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perh. S.OC 473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head,ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177
;σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218
, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak,κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5
; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102.II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα.. κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th. 574: hence, from head to foot, entirely,Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548
(perh. for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); alsoἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7
. -
6 κρας
κρας, ὁ, das Haupt, der Kopf, von Menschen u. übertr.; ἐπὶ κρατὸς λιμένος, am innersten Teile des Hafens -
7 κράς
κρά̱ς, κράςhead: fem nom sg -
8 κρας-βόλος
κρας-βόλος, = κεραςβόλος, Hesych.
-
9 χαλκο-κράς
χαλκο-κράς, ᾶτος, = Folgdm, Philemon.
-
10 γαλατο-κράς
γαλατο-κράς, für γαλακτοκράς, mit Milch gemischt, Arcad. p. 21, 5.
-
11 εὔ-κρᾱς
εὔ-κρᾱς, ᾱτος, oder εὐκράς, ᾶτος, = εὔκρᾱτος, wohlgemischt; ἡδονή Eur. frg. 46; οὐ πολλοῖς εὔκρας ἔρως Asclepds. 5 (XII, 105); wohl temperirt, vom Klima, Theophr. Bei Plat. Critia. 112 d als v. l. von εὐκραής.
-
12 νεο-κράς
νεο-κράς, ᾶτος, = Folgdm; νεοκρᾶτας σπονδάς, Aesch. frg. 335; auch νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, Ch. 340, den neu vereinigten, gewonnenen, Schol. τὸν νεωστὶ συγκραϑέντα ἡμῖν; im eigentlichen Sinne vom Wein, νεοκρᾶτά τις ποιείτω, Plat. com. bei Ath. XV, 665 c, vgl. XI, 482 b u. das Folgde.
-
13 μελισσό-κρᾱς
μελισσό-κρᾱς, ᾱτος, = μελιτόκρας, Hesych.
-
14 μελιτό-κρᾱς
μελιτό-κρᾱς, ᾱτος, = μελίκρας, aus Honig gemischt.
-
15 μελί-κρᾱς
-
16 λευκό-κρας
λευκό-κρας, = λευκοκέφαλος, Hesych. Vgl. λευκοκέρατες.
-
17 αὐτό-κρᾱς
-
18 κράατα
κράςhead: neut nom pl (epic) -
19 κράατι
κράςhead: neut dat sg (epic) -
20 κράατος
κράςhead: neut gen sg (epic)
См. также в других словарях:
κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτας — κράς head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατα — κράς head neut nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατι — κράς head neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατος — κράς head neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] … Dictionary of Greek
μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] … Dictionary of Greek