-
21 κρᾱνίον
κρᾱνίονGrammatical information: n.Meaning: `skull, brain-pan', also of the head in gen. (Θ 84 [Atticism?, Wackernagel Unt. 225, Chantraine Gramm. hom. 1, 18, Shipp Studies 21], Pi. I. 4, 54, Att.).Compounds: As 1. member in κρανιό-λειος `bald-headed' ( Com. Adesp. 1050); not seldom as 2. member, esp. in medic. expressions, e.g. ὀπισθο-κράνιον `occiput', ἐγ-κράνιον `cerebellum' (after ἐγ-κέφαλος), but also otherwise, e.g. βου-κράνιον `oxhead' (EM), also as plant-name (Ps.-Dsc., Gal., Strömberg Pflanzennamen 47). Adjectival hypostasis περι-κράνιος `running around the skull' (Plu., medic.).Derivatives: Beside it, older and more usual, -κρᾱνον, e.g ἐπί-κρανον `capital, head-band' (Pi., E., inscr.), ποτί-κρανον `cushion' (Sophr., Theoc.), ὀλέ-κρανον `head of the elbow' (Hp., Ar., Arist.), κιο(νό)-κρανον (s. κίων). Adj., e. g. βού-, ἐλαφό-, δί-, τρί-, χαλκεό-, ὀρθό-κρανος. Rarely as 1. member: κρανο-κοπέω `cut off the head' (pap.); on κρανο-κολάπτης s. κράνον. -- Denomin. verbs: κρανίξαι ἐπὶ κεφαλην ἀπορρῖψαι, κρηνιῶν καρηβαρῶν H.; hypostasis ἀποκρανίξαι `tear from the head' (AP), `cut off the head' (Eust.). The secondary formation κρᾱνίον goes back on a nominal basis. We can better start directly from the oblique stem κρᾱν-.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- `head, horn'Page in Frisk: 2,6-7Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρᾱνίον
-
22 ἡμικρανία
A pain on one side of the head or face, ib.592:—also [suff] ἡμι-κράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 ([place name] Carnuntum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμικρανία
-
23 χυτρίον
-
24 διαθρυπτω
(pass.: aor. διετρύφην - поздн. διεθρύφθην)1) разбивать, сокрушать(τριχθά τε καὴ τετραχθὰ διατρυφὲν ξίφος Hom.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.; κρατήσας καὴ διαθρύψας τὸ τείχισμα Plut.; τὸ κρανίον τινός Luc.)
2) расслаблять, изнеживать3) развращать, портить(τινά Plat.; διαθρυπτόμενοι πλούτω Aesch. и διὰ τὸν πλοῦτον Xen.)
διατεθρύφθαι τῷ βίῳ Plut. — предаться распутной жизни;διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Plut. — развращенный льстивыми нашептываниями4) med. кокетничать, рисоваться, жеманничать Theocr. -
25 κρανί'
κρᾱνία, κρανίονupper part of the head: neut nom /voc /acc pl -
26 κρανία
κρᾱνία, κρανίονupper part of the head: neut nom /voc /acc pl -
27 κρανίοις
κραίνωṇ-y: fut opt act 2nd sg (doric)κρᾱνίοις, κρανίονupper part of the head: neut dat pl -
28 κρανίου
κρᾱνίου, κρανίονupper part of the head: neut gen sg -
29 κρανίωι
κρᾱνίῳ, κρανίονupper part of the head: neut dat sg -
30 κρανίων
κράνοςhelmet: neut gen pl (doric)κραίνωṇ-y: fut part act masc nom sg (doric)κρᾱνίων, κρανίονupper part of the head: neut gen pl -
31 HVERN
* * *or hvörn, f. [proncd. kvörn or kvern, but distinction is to be made between kvern, mola, and hvern, cerebrum; for in the latter word h is the true initial, as is shewn by comparison with Ulf. hwairnei = κρανίον, Mark xv. 22; Scot. harns; Germ. hirn; Swed. hjerna; Dan. hjerne, which stand in the same relation to hvern as hjól to hvel]:— the two boat-formed white bones embedded in a fish’s brains. These bones, as well as shells, are in Icel. collected and used by children in the game of guessing, as nuts etc. are in England; hann lauk þá upp höfuðskeljum mannanna, og tók hnefa-fylli úr hverju höfði og hugði vandliga að; eintómar hvarnir, og ekki nema tvær í þorsk-kindinni, Fjölnir (1845) 52. hvarnar-skeljar, f. pl. = hvarnir. -
32 2898
{сущ., 4}Ссылки: Мф. 27:33; Мк. 15:22; Лк. 23:33; Ин. 19:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2898
-
33 ἀλκά
ἀλκά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί)a valour, courageI sing., τόνδ' ἀνέρα ὁρῶντ ἀλκάν i. e. with courage in his gaze O. 9.111τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
αἰδεσθέντες ἀλκάν P. 4.173
“ γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” P. 9.35ὦ Τιμόδημε, σὲ δἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
met., ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (construe with τρέφει or καρτερώτατον v. von der Mühll, M. H., 1954, 52.) O. 1.112 c. gen., δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν courage, strength against N. 7.96II pl., valiant actionsταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
]ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι[ ( ἀλκᾷ Theon ap. Σ.) Pae. 2.37b fightτὰ δὲ καί ποτἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν O. 13.55
c in periphrasis, c. gen., valorous...καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ I. 4.35
d frag. ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.9
]εν ἀλκὰνεοις φιλ[ ?fr. 348a. -
34 Ἀχελώιος
ᾰχελώιος a river running between Aitolia and Akarnania. οὐδ' Ἀχελωιο[ Πα. 13c. 11. ]1ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.9
as a general designation for all fresh water: πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Turyn assumes that Εὐρωπία ῥοαὶ is in apposition to ἴς Αχελωίου: cf. Ammonius ad loc.) fr. 70. 1. test., for the encounter between Herakles and Acheloos v. fr. 249a ad Δ. 2. -
35 ζάθεος
ζᾰθεος (-ῳ, -ων, -οις; -ας, -ᾳ, -αν; -ον acc.)1 sacred, numinous (= πλήρης θεῶν.) ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (i. e. at the Delphic Theoxenia) Pae. 6.5 esp. of places,ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Διὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος at Olympia O. 10.45ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν (cf. v. 93, ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς) N. 7.92Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ I. 1.32
πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ζαθέας τροφοῦ Pae. 2.63
]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζαθέ[ον] (supp. Snell) Πα. 21. 1. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36). -
36 οὗτος
οὗτος (οὗτος, τούτῳ, τοῦτον, τούτων, τούτοις; ταύτας, ταύτᾳ, ταύταν, ταύταις; τοῦτ(ο) nom., acc., ταῦτα, τούτων, ταῦτ(α).)1a this, that I have just mentioned.ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59
ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
ἔχων τοῦτο κᾶδος O. 1.107
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. the character I have just outlined fits him O. 6.8κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.26
ᾤχετ' ἰὼν ταύτας πεῤ ἀτλάτου πάθας O. 6.38
τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον i. e. what I have just said O. 9.36ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται O. 11.8
ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.30
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24
ἐν τούτῳ λόγῳ P. 4.59
παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας ( τούτοι(ο) coni. Christ: τεοῖς Wil.: these, your children the adj. has no specific prior reference) P. 4.65 “ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.116 “ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες P. 4.168
μάλιστα μὲν Κρονίδαν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν N. 6.13
κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας (i. e. the Bassidai, v. 31) N. 6.35 Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον· ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρειτοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (i. e. εὐδαιμονίαν ἅπασαν) N. 7.57ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ (i. e. κλέος) N. 9.42Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος). Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον (Er. Schmid e Σ: τὸν codd.) N. 10.11 ( Διόσκουροι)πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον· ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58
πάντ' ἔχεις εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (i. e. εὐτυχία καὶ εὐλογία v. 13) I. 5.15Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (i. e. a reference to the battle implied in χάλκασπις Ἄρης v. 25) I. 7.27 εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6. τοῦτον ἔσχετε τεθμόν (i. e. πιθεῖν σοφούς v. 52) Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδωκ.ν ἀθάνατον πόνον Πα. 7B. 21. pro subs.,τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὑπακούεμεν O. 3.24
τοῦτό γε οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.20
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν P. 1.40
κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; P. 2.78ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
“ κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” P. 4.151 “ ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (n.) P. 4.275ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί P. 5.19
“ καὶ γάρ σε ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43 “ ταύτᾳ πόσις ἵκεο βᾶσσαν τάνδε” P. 9.51 ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (i. e. the victory, v. 9) P. 10.11εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (Pauw: ταύταν codd.) N. 6.53 “ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον I. 2.47
ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ I. 6.49
ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.51
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τί ἔρδων φίλος σοί τε εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.b such as this (that I have mentioned)ἧν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα N. 9.29
cf. “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” i. e. such as you have seen O. 4.242 prospective, (cf. ὅδε 2.)στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος, φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι O. 3.7
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν ἕλῃ P. 10.22
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.52
pro subs.,τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν O. 7.25
Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
“καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ' ἀμφανδὸν ἁδείαις τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.40τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοῦτό γέ οἱ ἐρέω fr. 42. 2.εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
3 = ὅδε, this (here, before you)ἐς ταύταν ἑορτὰν O. 3.34
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν i. e. this hymn O. 9.25 τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον Σ.) O. 9.108ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.58
ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 2. “τοῦτ' ἔργον βασιλεύς, ἐμοὶ τελέσαις” P. 4.229 “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” (i. e. τοιοῦτος) O. 4.24 “ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.874 referring to time. εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (τοῦτον, ὃν ζῶμεν Σ.) O. 1.1155 fragg. ]σα τουτο[ Πα. 13. d. 2. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17. a. 7.τοτ ἐναυ[ Pae. 21.5
ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.10
τουτ.νπο[ Pae. 21.22
]ν ὀρθαί τε β[ουλ]αὶ τοῦτον[ Θρ. 4. 16. -
37 βουκράνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκράνιον
-
38 διαθρύπτω
Aδιεθρύφθην D.L. 7.153
, διεθρύβην [ῠ] LXXNa.1.6:—break in pieces,τὸ κρανίον Luc. DMort.20.2
;φλὸξδ. τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.Pers.2.17
:—[voice] Pass., once in Hom., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν [τὸ ξίφος] Il.l.c.; of a drug, to be crushed, Hp.Mul.1.74;ἀσπίδες διατεθρυμμέναι X.Ages. 2.14
, cf. D.H.9.21.II metaph., break down by profligate living and indulgence, enervate, pamper, ;σώματα X.Lac. 2.1
:—[voice] Pass., to be enervated, (lyr.);διὰ τὸν πλοῦτον X.Mem.4.2.35
; ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων ib.1.2.24;διατεθρύφθαι τὸν βίον Ael.VH13.8
;τῷ βίῳ Plu.Pomp.18
; . Adv.διατεθρυμμένως, ἔχειν Pl.Lg. 922c
.2 [voice] Med., give oneself airs; of a prudish girl, to be coy, Theoc.6.15; of a singer, is beginning her airs and graces,Id.
15.99; of a doctor, have an affected 'bedside manner', Gal.17(2).148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθρύπτω
-
39 εὐρυθμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυθμίζω
-
40 κάρα
κάρᾱ (A), [dialect] Ep.and [dialect] Ion. [full] κάρη [pron. full] [ᾰ], τό, poet. for κεφαλή, Luc.Lex.5:—A head, of men or animals,πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον Il.22.74
; ὑψοῦ κάρη ἔχει [ ἵππος] 6.509; περὶ πόδα περὶ κάρα from head to foot, A.Eu. 165 (lyr.): metaph., , cf. OC 564; of the face, γέλωτι φαιδρὸν κ. Id.El. 1310;μου κ. τὸ δυσπρόσοπτον Id.OC 285
.3 in Trag., as periphr. for a person, Οἰδίπου κάρα, i.e. Οἰδίπλους, S.OT40, 1207 (lyr.); αὐτάδελφον Ἰσμήνης κ. Id.Ant.1; ὦ κασίγνητον κ., for ὦ κασίγνητε, Id.El. 1164; ὦ φίλον κ. Id.OC 1631; φίλον κ. A.Ag. 905.--Hom. uses nom. acc. κάρη, gen. dat. κάρητος, κάρητι, Od.6.230, Il.15.75; also καρήατος, καρήατι, 23.44, 19.405, nom. pl.καρήατα 11.309
(whence was formed nom. sg. κάρηαρ, Antim.76); acc. pl.κάρη Il.10.259
(but perh. sg.), nom. acc. pl.κάρᾱ Sannyr.3
, perh. S.Ant. 291;κάρᾰ ἐξεπεφύκει h.Cer. 12
; dat. pl. κάρησι f.l.in Tryph.602:—post-Homeric Poets inflected κάρη as if it were of decl. 1, gen.κάρης Mosch.4.74
, Call.Fr. 125; dat.κάρῃ Thgn.1024
, Nic.Th. 249; acc.κάρην D.P.562
, Nic.Th. 131; Trag. dat. κάρᾳ with neut. Prons., A.Ch. 230, etc.; late acc.κάραν Anacreont. 50.9
. (Cf. Skt. śiras(neut.) 'head', gen. śīr[snull ]ṇás, abl. śīr[snull ]atás: κάρηνα (fr. κᾰρᾰς-ν-α ) and κράατα (perh. fr. κρᾱς- ṇ-τα) are forms of this word, v. κάρηνον, κράς, κρανίον: cogn. with Lat. cerebrum (fr. ceres-ro-), ONorse hjarne 'brain', and prob. κέρας, κόρση.)-------------------------------------------κάρα (B), ἡ,
См. также в других словарях:
κράνιον — κράνιον, τὸ (Α) βλ. κράνειον … Dictionary of Greek
κρανίον — κρανίον, τὸ (AM) βλ. κρανίο … Dictionary of Greek
κρανίον — κραίνω ṇ y fut part act masc voc sg (doric) κραίνω ṇ y fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) κρᾱνίον , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράνιον — Κράνιος masc acc sg Κράνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίω — κραίνω ṇ y fut ind act 1st sg (doric) κρᾱνίω , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc dual κρᾱνίω , κρανίον upper part of the head neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
темя — род. п. ени ср. р., укр. тiм᾽я, др. русск. тѣмѧ, ени, сербск. цслав. тѣмѧ κρανίον, болг. теме, сербохорв. тjе̏ме, род. п. тjе̏мена, словен. tẹme, род. п. tẹmena темя, потолок (в горной выработке) , чеш. temě, temeno темя, верхушка , слвц. temä … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Skull — For other uses of Skull , see Skull (disambiguation). Cranium redirects here. For other uses, see Cranium (disambiguation). Volume rendering of a Mouse skull The skull is a bony structure in the head of many animals that supports the str … Wikipedia
Diprosopus — (Greek διπρόσωπος, two faced , from δι , di , two and πρόσωπον, prósopon [neuter], face , person ; with Latin ending), also known as craniofacial duplication (cranio from Greek κρανίον, skull , the other parts Latin), is an extremely rare… … Wikipedia
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Calvaria — Kretominoischer Schädel Primatenschädel im Vergleich Als Schädel (lateinisch cranium von grie … Deutsch Wikipedia
Dermatocranium — Kretominoischer Schädel Primatenschädel im Vergleich Als Schädel (lateinisch cranium von grie … Deutsch Wikipedia