-
1 χαλκεο-
-
2 χαλκεό-πεζος
χαλκεό-πεζος, erzfüßig, ἕδρα, Claudian. 3 (IX, 140).
-
3 χαλκεό-φωνος
χαλκεό-φωνος, mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
-
4 χαλκεό-νωτος
χαλκεό-νωτος, mit ehernem od. kupfernem Rücken, κύμβαλα Nonn. D. 10, 388.
-
5 χαλκεό-γομφος
χαλκεό-γομφος, mit ehernen Nägeln befestigt, verbunden, Simonids. 7, 8.
-
6 χαλκεό-μιτος
χαλκεό-μιτος, mit Fäden von Erz, Tzetz. A. H. 28 [der ι lang gebraucht].
-
7 χαλκεό-θῡμος
χαλκεό-θῡμος, mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.
-
8 χαλκεο-τευχής
χαλκεο-τευχής, in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.
-
9 χαλκεο-τέχνης
χαλκεο-τέχνης, ὁ, Erzkünstler, der in Erz od. Metall arbeitet, Hephästus, Qu. Sm. 2, 440.
-
10 χαλκεο-κάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
-
11 χαλκεο-μίτρας
χαλκεο-μίτρας, ὁ, ion. χαλκεομίτρης, mit ehernem Gürtel, Panzer oder Helme, Κάστωρ Pind., wo jetzt χαλκομίτρας gelesen wird.
-
12 χαλκεο-μίτωρ
χαλκεο-μίτωρ, ορος, ὁ, = Vorigem, Herm. bei Seidl. Eur. Troad. 284.
-
13 χαλκεο-θέμεθλος
χαλκεο-θέμεθλος, mit eherner Grundlage, Tzetz. Hom. 372.
-
14 χαλκεο-θώραξ
χαλκεο-θώραξ, ᾱκος, ep. u. ion. χαλκεοϑώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.
-
15 χαλκεοθώραξ
A with brazen breastplate, Il.4.448, 8.62; cf. χαλκοθώραξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεοθώραξ
-
16 χαλκεομίτρας
A = χαλκομίτρας, B.Scol.Oxy.5.8 (and prob. Id.12.109), Q.S.1.274; epith. of the planet Mars, Cat.Cod.Astr.1.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεομίτρας
-
17 χαλκεομίτρας
χαλκεο-μίτρας, ὁ, u. χαλκεο-μίτωρ, ορος, ὁ, mit ehernem Gürtel, Panzer oder Helme -
18 χαλκεόγομφος
χαλκεό-γομφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεόγομφος
-
19 χαλκεόθυμος
χαλκεό-θῡμος, ον,A = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεόθυμος
-
20 χαλκεοκάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, ον,A with heart of brass, Theoc.13.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεοκάρδιος
См. также в других словарях:
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
καλλίγομφος — καλλίγομφος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίους γόμφους, ωραία καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γομφος (< γόμφος «καρφί»), πρβλ. κροτησί γομφος, χαλκεό γομφος] … Dictionary of Greek
καλλιθέμεθλος — καλλιθέμεθλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι θέμεθλος, χαλκεο θέμεθλος] … Dictionary of Greek
κενόκρανος — κενόκρανος, ον (Α) αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κρανος (< *κρᾶνον [απ όπου το κρανίον]), πρβλ. μακρό κρανος, χαλκεό κρανος] … Dictionary of Greek
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
τοξοτευχής — ές, Α οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] … Dictionary of Greek
χαλκεοθώραξ — και χαλκοθώραξ, ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, Α αυτός που φορά χάλκινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] … Dictionary of Greek
χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek
χαλκεομήστωρ — ορός, ὁ, Α 1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος ἰσχυρόφρονος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι μήστωρ, θεο μήστωρ] … Dictionary of Greek