Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλκεό-

См. также в других словарях:

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • καλλίγομφος — καλλίγομφος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίους γόμφους, ωραία καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γομφος (< γόμφος «καρφί»), πρβλ. κροτησί γομφος, χαλκεό γομφος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιθέμεθλος — καλλιθέμεθλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι θέμεθλος, χαλκεο θέμεθλος] …   Dictionary of Greek

  • κενόκρανος — κενόκρανος, ον (Α) αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κρανος (< *κρᾶνον [απ όπου το κρανίον]), πρβλ. μακρό κρανος, χαλκεό κρανος] …   Dictionary of Greek

  • κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] …   Dictionary of Greek

  • τοξοτευχής — ές, Α οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο τευχής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεοθώραξ — και χαλκοθώραξ, ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, Α αυτός που φορά χάλκινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεομήστωρ — ορός, ὁ, Α 1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος ἰσχυρόφρονος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι μήστωρ, θεο μήστωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»