-
1 κρατησί-μαχος
κρατησί-μαχος, in der Schlacht siegend, σϑένος Pind. P. 8, 89.
-
2 κρατησίμαχος
κρᾰτησῐ-μᾰχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατησίμαχος
-
3 κρατησίμαχος
-
4 κρατησιμαχος
См. также в других словарях:
κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] … Dictionary of Greek