-
1 κρατερό-χειρ
κρατερό-χειρ, ειρος, mit gewaltiger, starker Hand, βασιλεύς, s. καρτερόχειρ.
-
2 κρατερόχειρ
κρατερό-χειρ, ειρος, mit gewaltiger, starker Hand -
3 κρατεροχειρ
См. также в других словарях:
λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] … Dictionary of Greek