Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρύψομαι

См. также в других словарях:

  • κρύψομαι — κρύπτω hide aor subj mid 1st sg (epic) κρύπτω hide fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»