-
1 κρυφ(ο)-
первая часть сложных слов, означ. скрытый, тайный -
2 κρυφ(ο)-
первая часть сложных слов, означ. скрытый, тайный -
3 κρυφάδην
κρυφ-άδην, [dialect] Boeot. [full] κρουφάδαν, = foreg., Corinn.Supp.2.59:—also [suff] κρυφ-άδις, Hdn.Gr.1.512; [suff] κρυφ-άδεια, ib. 496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφάδην
-
4 κρύφα
A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101. -
5 κρυφαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφαῖος
-
6 κρυφηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφηδόν
-
7 κρυφία
κρῠφ-ία, ἡ,A concealment, hiding, PFlor.284.8 (vi A.D.). -
8 κρυφιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφιαστής
-
9 κρυφιμαίως
κρῠφ-ιμαίως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφιμαίως
-
10 κρύφιμος
κρῠφ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύφιμος
-
11 κρύφιος
2 secret, clandestine, ; ; (lyr.);ἔρωτες Musae.1
;ψᾶφοι Pi.N.8.26
;κ. εἰσῆλθον E.HF 598
. Adv. - ίως Ps.- Luc.Philopatr.9.4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1.5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4.6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύφιος
-
12 κρυφιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφιότης
-
13 κρυφιώδης
κρυφ-ιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφιώδης
-
14 κρυφός
-
15 κρύφω
-
16 κρυφᾷ
-
17 κρυφῇ
κρῠφ-ῇ, Adv.
См. также в других словарях:
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
κρυφίνους — κρυφίνους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρυψίνους», ύπουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) το ι πιθ. κατ επίδρασιν του κρυψίνους, + νους (< νοῦς), πρβλ. δοκησί νους, τελεσί νους] … Dictionary of Greek
κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] … Dictionary of Greek
κρύφιμος — κρύφιμος, ον (Α) πάπ. κρυφός, απόκρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμος (πρβλ. μάχιμος, τρόφ ιμος)] … Dictionary of Greek
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek
κρύφω — (Α) βλ. κρύβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κρύπτω < θ. κρυφ (πρβλ. παρακμ. κέ κρυφ α)] … Dictionary of Greek
κρυφή — κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α) επίρρ. μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. *κρυφή (< θ. κρυφ τού κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο κρυφή, κατα κρυφή (πρβλ. κομιδ ῄ πανταχ ῇ)] … Dictionary of Greek
κρυφαγροικώ — κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + αγροικώ «ακούω»] … Dictionary of Greek
κρυφαναδεύω — κουνώ κάτι κρυφά, κάνω κάτι να κουνιέται, να τρέμει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + αναδεύω] … Dictionary of Greek