-
1 κρύφα
1 secretlyαἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33
------------------------------------ -
2 κρυφά
κρυφᾶindeclform (adverb)——————κρυφᾷindeclform (adverb)κρυφῇsecretly: doric (indeclform adverb) -
3 κρύφα
κρύφα, heimlich; κρύφα τῶν Ἀϑηναίων, heimlich vor den Athenern, Thuc. 1, 101; oft bei Plut. u. a. Sp.
-
4 κρύφα
κρύφα, heimlich; κρύφα τῶν Ἀϑηναίων, heimlich vor den Athenern -
5 κρυφᾷ
κρυφᾷ, dor. = κρυφῆ, heimlich; ἔννεπέ τις Pind. Ol. 1, 47.
-
6 κρύφα
κρύφαwithout the knowledge of: indeclform (adverb) -
7 κρυφᾷ
-
8 κρυφα
-
9 κρυφά
επίρρ. секретно; тайно, тайком;§ ζω κρυφά απ' το θεό — жить тихо, незаметно
-
10 κρυφᾶ
Βλ. λ. κρυφά -
11 κρυφᾷ
Βλ. λ. κρυφά -
12 κρύφα
тайно, скрытно -
13 κρυφά
[крифа] επίρ тайно, тайком. -
14 κρύφα
A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101. -
15 κρυφᾷ
-
16 ὑπό-κρυφα
-
17 κρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `conceal, hide'.Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), - φῆναι (S.), - βῆναι (LXX), fut. - βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), - εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, - φον,Derivatives: 1. κρυπτός `hid, secret(ly)' (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος `id.' (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός `concealing' (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν `hide-and-seek' (Theognost.); κρυπτεύω `hide' (E., X.) with κρυπτεία `secret service at Sparta' (Pl., Arist.). - 2. ( ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις `hiding' (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en - σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), - τήριος `serving as hiding place' (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης `member of the κρυπτεία' (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. - φᾶ (Pi., S., X.), κρύφᾰ (Th.) adv. `secretly'; from it κρυφάδᾱν (Corinn.), - άδις (Hdn.), - ηδόν (Od., Q. S.), - ανδόν (H.) `id.' (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος `secret' (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή `hiding place' (S., LXX); κρύφιος `secretly' (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. `hiding place' ( PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 19 f.), - ιμαῖος `id.' (Ephesos IVp), - ιώδης `id.' (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος `concealed' (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός ( κρύφος) `hiding' (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), `secret' (coni. Pi. O. 2, 97) ; see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος `hidden under the ashes, i. e. baked bread' (Hp.), ἐγκρυφιάζω `hide' (Ar.); κρυφιαστής `interpreter of dreams' (Aq.). - 6. κρύβδᾰ = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δᾱν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. ( ἀπο-)κρυβή `concealment' (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = - φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς [ πύργος], κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti ' κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti `pile up'; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for `deceive, delude', Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2., Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.Page in Frisk: 2,29-30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρύπτω
-
18 πάρ-ειμι
πάρ-ειμι (s. εἰμί), daneben, dabei sein, bes. gegenwärtig od. anwesend sein; πάρεστε, Il. 2, 485; ἵπποι δ' οὐ παρέασι, 5, 192; παρεών, der Anwesende, oft, wie in Prosa, οἱ παρόντες, überall; sich bei Einem aufhalten, verweilen, Od. 5, 105. 129; μήλοισι, 4, 640; auch μάχῃ, einer Schlacht beiwohnen, 4, 197; ἐν δαίτῃσι, Il. 10, 217; bes. zum Beistand anwesend sein, wie adesse, beistehen, καὶ λίην τοι ἔγωγε παρέσσομαι, Od. 13, 393 Il. 18, 472; ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν, Aesch. Pers. 406; ἐγὼ παρὼν βέλεσι τοῖς Ἡρακλέους εἴρξω, Soph. Phil. 1392; vgl. Ar. Vesp. 732; Dem. τοῖς νῦν παροῠσιν αὐτῷ καὶ συνδικοῦσιν, 34, 12, u. sonst in Prosa; – zur Hand sein, vorräthig sein, von allem Besitzthum, τὰ παρεόντα, der vorhandene Vorrath, oft χαριζομένη παρεόντων, gern mittheilend von dem Vorhandenen, von den Speisen, welche nicht erst zubereitet zu werden brauchen, Od. 1, 140. 4, 56, auch von unkörperlichen Dingen, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, wenn mir die Macht zu Gebote stände, wenn ich die Macht hätte, 2, 62; ὅση δύναμίς γε πάρεστι, so Viel in meiner Macht ist, so Viel ich vermag, Il. 8, 294. 13, 786 Od. 23, 128; φίλων παρεόντων, Pind. Ol. 7, 6; εἴτ' αὐτὸς ἦν ϑνήσκοντος ἐγγύϑεν παρών, Aesch. Ch. 839; ϑάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος, Spt. 1032; φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν, Pers. 383; πενϑήμονες πά ρεισιν δόξαι, Ag. 421, u. so öfter auch von Gemüthszuständen; vgl. noch αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων Soph. El. 800, πᾶσι ϑαῠμα δυςχερὲς παρῆν Ant. 254. – Von Vrbdgn merke man noch : παρεῖναι παρά τινι, Soph. Phil. 1057; οὗτος παρὰ σοὶ μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Plat. Phaedr. 243 e; – ἔν τινι, z. B. παρεῖναι ἐν ταῖς συνουσίαις, Plat. Prot. 335 b; vgl. Ar. Ach. 513 Av. 30; – εἰς –, sich nach einem Orte begeben daben und da sein, ἐς κοῖτον, εἰς Ἀσίην u. ä., Her. 1, 9. 6, 24. 8, 60, 3; Thuc. 6, 88; auch Ὀλυμπίαζε, 3, 8; εἰς τὴν ἐξέτασιν, Xen. An. 7, 1, 11, u. oft; auch ἐς μέσον φόνον, Eur. Or. 1314; – ähnlich ἐπὶ δεῖπνον, Her. 1, 21; ἐπὶ τὴν ϑυσίαν, ἐπὶ τὸ στράτευμα, ἐπὶ τὰς κώμας, Xen. An. 6, 2, 15. 7, 1, 35. 7, 4, 6 u. sonst; übertr., πάλιν ἐπὶ τὴν πρώτην πάρεσμεν ἀπορίαν, Plat. Theaet. 200 d; Gorg. 447 b; παρῆσαν ἐπὶ τοῦτο τὸ βῆμα, Dem. 1, 8; auch παρῆσαν ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι, 24, 159, u. πάρεστι πρὸς τοῦτο καιροῦ τὰ πράγματα, die Sachen sind so weit gekommen, 2, 8; vgl. noch πρὸς σέ, πρὸς τὴν κρίσιν, Xen. An. 6, 3, 21. 4, 26; Ὀλυμπίαζε παρεῖναι, Thuc. 3, 8. – Das partic., gegenwärtig; τοῦ παρόντος ἀχϑηδὼν κακοῠ, Aesch. Prom. 26; πόνων τῶν νῦν παρόντων, 98; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς, 469; im Ggstz von μέλλοντα κακά, Pers. 829; so Soph. u. Eur.; u. in Prosa; τὰ παρόντα κακά, Her. 8, 20; χρόνος, πόλεμος u. ä., bes. τὰ παρόντα, die gegenwärtige Lage der Dinge, die gegenwärtigen Umstände, Her. 1, 113 u. A.; auch τὰ παρεόντα πρήγματα, Her. 6, 100; τὰ παρόντα, jetzt, Soph. El. 218; ἡ νῦν παροῠσα ἡμέρα, Plat. Legg. III, 683 c; auch sing. τὸ παρεόν, Her. 1, 20; ἐν τῷ παρόντι, in der Gegenwart, für die gegenwärtige Lage, Thuc. 2, 88. 5, 63 u. öfter; auch ἐν τῷ τότε παρόντι, 1, 95; Plat. setzt gegenüber ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα, Phaed. 67 c; vgl. τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα, Theaet. 186 a; Xen. An. 2, 5, 8; vgl. noch πρὸς τὸ παρόν, τὸ παρὸν αὐτίκα, Thuc. 3, 40; ἐκ τῶν παρόντων, 6, 70, wie Xen. An. 3, 2, 3, nach der gegenwärtigen Lage, wie es diese erfordert, vgl. Krüger zu der Stelle; πειρῶ τὸ παρὸν ϑεραπεύειν, Soph. Phil. 149; τὸ παρὸν εὖ ποιεῖν. Plat. Gorg. 499 c; παρὸν ἀργύριον, Dem. 33, 7. – Impers. gebraucht, πάρεστί μοι, es ist mir zur Hand, steht bei mir, ich habe es in meiner Gewalt, es hängt von mir ab, τοιαῦϑ' ἑλέσϑαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ, Aesch. Eum. 829; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν, es ist möglich, man kann, Pers. 712, u. oft, wie bei Soph. u. Eur.; νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν, Soph. Ai. 427; O. C. 1578; χαίρειν παρέσται, El. 130; Ar. Plut. 638; u. in Prosa, Her. 8, 20. 9, 70; πάρεστι τούτου πεῖραν λαμβάνειν, Plat. Gorg. 448 a; παρῆν μετρεῖν τὸ βάϑος τῆς χιόνος, Xen. An. 4, 5, 6. 7, 1, 26; Folgde. – Absol. wird so παρόν, ion. παρεόν gebraucht, da es möglich ist, angeht, παρεὸν αὐτοῖ σιἀποκτεῖναι ἐκείνους, Her. 6, 137 u. öfter, vgl. 1, 129. 5, 49. 7, 24; παρὸν φρονῆσαι, Soph. Phil. 1087; Eur. Suppl. 327; οἴνου μηδ' ὀσφραίνεσϑαι παρόν, Xen. An. 5, 8, 3; Sp., wie Plut. Fab. 11, τὸν λόφον ἐκ τοῦ ῥᾴστου κρύφα κατασχεῖν παρόν. – Dafür wird auch πάρα gebraucht, Il. 9, 227, Her. 7, 12. S. oben.
-
19 κρυφανδόν
-
20 κρυφάδις
См. также в других словарях:
κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… … Dictionary of Greek
κρυφᾶ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφᾷ — indeclform (adverb) κρυφῇ secretly doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφα — without the knowledge of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφά — (I) (Μ κρυφά) βλ. κρυφός. (II) κρυφᾷ (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. κρυφή … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
εξυφάπτω — ἐξυφάπτω (AM) ανάβω κρυφά, βάζω φωτιά κρυφά … Dictionary of Greek
επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… … Dictionary of Greek
καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] … Dictionary of Greek