1 κρυφάδις
κρυφάδις, heimlich, wie κρύφα, Sp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κρυφάδις
2 κρυφάδις
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κρυφάδις
κρυφάδις — (Α) επίρρ. βλ. κρυφάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. φυγ άδις, χαμ άδις)] … Dictionary of Greek
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek