-
1 κρουσιμέτρης
κρουσιμέτρηςfalse measurer: masc nom sg (epic ionic)κρουσιμετρέωcheat in measuring: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 κρουσιμέτρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουσιμέτρης
-
3 κρουσιμετρών
κρουσιμέτρηςfalse measurer: masc gen plκρουσιμετρέωcheat in measuring: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
4 κρουσιμετρῶν
κρουσιμέτρηςfalse measurer: masc gen plκρουσιμετρέωcheat in measuring: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
5 ματιολοιχός
A = κρουσιμέτρης, from [full] μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: [full] ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. [full] ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματιολοιχός
См. также в других словарях:
κρουσιμέτρης — κρουσιμέτρης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + μέτρης (< μετρῶ), πρβλ. γεω μέτρης, ξυλο μέτρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
κρουσιμέτρης — false measurer masc nom sg (epic ionic) κρουσιμετρέω cheat in measuring imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσιμετρῶν — κρουσιμέτρης false measurer masc gen pl κρουσιμετρέω cheat in measuring pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσιμετρώ — (Α κρουσιμετρῶ, έω) [κρουσιμέτρης] νεοελλ. εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού αρχ. εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ματιολοιχός — ματιολοιχός, ὁ (Α) ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός*] … Dictionary of Greek