-
1 κρουματικος
v. l. κρουσμᾰτικός 31) касающийся игры на струнном инструменте(σοφίη Anth.)
αἱ κρουσματικαὴ διάλεκτοι Plut. — музыкальные фразы2) пустозвонный, бессодержательный(λέξεις Polyb.)
См. также в других словарях:
κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… … Dictionary of Greek
κρουματικῆς — κρουματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματικήν — κρουματικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* … Dictionary of Greek