Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κρουματικός

См. также в других словарях:

  • κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • κρουματικῆς — κρουματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουματικήν — κρουματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»