-
1 λέξη
[-ις (-εως)] η слово;θέλω να σού πω μιά λέξη — я хочу с тобой поговорить;
§ δεν έβγαλε λέξη — он не сказал ни слова;
μην πείς ( — или μη βγάλεις) λέξ! — молчать, ни слова!;
επί λέξει — или λέξ προς λέξη — а) слово в слово; — б) детально, со всеми подробностями;
με άλλες λέξεις — другими словами;
με μίαν λέξιν — одним словом;
με λίγες λέξεις — кратко, в нескольких словах;
με όλη τη σημασία της λέξης — в полном смысле этого слова;
παίζω με τίς λέξεις — а) играть словами; — б) говорить каламбуры;
κατά λέξη — буквально;
κατά λέξη μετάφραση — буквальный перевод
-
2 εμψυχος
I2[ψυχή]1) одушевленный, живой Her., Arst., Plut.εἰ δ΄ ἔτ΄ ἐστὴν ἔ., εἰδέναι βουλοίμεθ΄ ἂν Eur. — мы хотели бы (у)знать, жив ли он еще;
ἔ. νεκρός перен. Soph. — живой труп2) перен. воодушевленный(λέξεις Arst.; λόγος Plut.)
II2[ψῦχος] холодный Democr. -
3 εχθαιρω
(fut. ἐχθᾰρῶ, aor. ἤχθηρα - дор. ἤχθᾱρα) ненавидеть(ἄλλον κ΄ ἐ. βροτῶν, ἄλλον κε φιλεῖν Hom.; πάντας θεούς Aesch.; τοὺς ἐναντιουμένους τινί Arst.; τέν κακίαν Plut.)
ἔχθος ἐχθήρας μέγα Soph. — возненавидев (ахейцев) страшной ненавистью;pass. — быть ненавидимым, быть предметом ненависти (τινι Aesch.):εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρεῖ (v. l. ἐχθαρῇ) ἐξ ἐμοῦ Soph. — если ты будешь это говорить, я возненавижу тебя -
4 κρουματικος
v. l. κρουσμᾰτικός 31) касающийся игры на струнном инструменте(σοφίη Anth.)
αἱ κρουσματικαὴ διάλεκτοι Plut. — музыкальные фразы2) пустозвонный, бессодержательный(λέξεις Polyb.)
-
5 Μοιρις
- ιδος, ион. ιος ὅ Мэрид1) легендарный царь Египта, по инициативе которого был вырыт громадный оросительный бассейн у г. Арсиноя - Μοίριος или Μοίριδος λίμνη - для сохранения на время засухи разлившихся вод Нила Her. etc.2) грамматик, предполож. II в. н.э., автор лексикографического сочинения Λέξεις Ἀττικαί -
6 ομωνυμος
21) носящий то же имя, соименный(Αἴαντε Hom.)
ὁμώνυμον (τέν πόλιν) τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Ἄργος ὀνομάσας Thuc. — назвав город по имени своей родины Аргосом;ὅ σαυτοῦ ὁ. Ἱπποκράτης Plat. — твой тезка Гиппократ;παντα τὰ ἐκείνοις ὁμώνυμα Plat. — тому подобные вещи, и прочее в этом роде2) грам. одноименный, (г)омонимный -
7 ονοματοποιεω
1) создавать имена, придумывать наименования Arst.2) создавать названия путем звукоподражания -
8 αχρείος
α, ο[ν] 1.1) скверный, дрянной, мерзкий;αχρείος καιρός — мерзкая погода;
ύφασμα αχρείας ποιότητος ткань низкого качества;2) низкий, подлый; бесстыдный, наглый;αχρείο υποκείμενο — подлый человек;
3) непристойный, неприличный;αχρεία διαγωγή — непристойное поведение;
αχρείες λέξεις — непристойные слова;
4) испорченный, развращённый, распущенный;2. (ο) обманщик; мерзавец, негодяй, подлец д -
9 εξαλείφω
μετ.1) выводить (пятна); 2) прям., перен. стирать; вычёркивать; изглаживать; уничтожать, устранять, ликвидировать;εξαλείφω δύο λέξεις — вычёркивать два слова;
απ' τη μνήμη μου — изглаживать из памяти;την κακή εντύπωση — сглаживать плохое впечатление;εξαλείφω από τού προσώπου της γης — стирать с лица земли;
εξαλείφω τα ιχνη τού εγκλήματος — замести следы преступления;
εξαλείφω τον αναλφαβητισμό (την εκμετάλλευση) — ликвидировать неграмотность (эксплуатацию);
ο χρόνος εξαλείφει τα χρώματα — время стирает краски;
§ εξαλείφ υποθήκη — выкупить заклад (недвижимого имущества)
-
10 σταυρωτός
η, [όν ]1) скрещённый; сложенный накрест;έχω τα χέρια μου σταυρωτά — скрестить руки;
2) двубортный;σταυρωτό κοστούμι — двубортный костюм;
§ σταυρωτές λέξεις — кроссворд
-
11 ώ
μόριον о! (употр, в обращении, часто не переводится);ώ φίλε! друг! ώ2/2επιφ. о!; ой!; а!; ах!, ох!; ого!;ώ2/2,
τί χαρά μου! — ах, какая радость;ώ2/2, τί έπαθα! — о, какая у меня беда!;
ώ2/2, της
βλακείας του! о, как он глуп!;ώ2/2, τί λέξεις! — да ну, что ты говоришь!;
ώ2/2, τί ντροπή! — или ώ2/2, τί ρεζιλίκι! — о, какой позор!;
ώ2/2, τί καλά! — ах, как хорошо!;
ώ, ώ, ώ! ой-ой-ой!
См. также в других словарях:
λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek