-
1 κροτητος
-
2 κροτητός
2 κ. ἅρματα rattling, bumping chariots, S.El. 714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη music struck from the harp, Id.Fr. 241.II τὰ κροτητά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτητός
-
3 πολυ-κρότητος
πολυ-κρότητος, viel od. sehr geschlagen, Hesych. v. ἀκρότητος.
-
4 εὐ-κρότητος
εὐ-κρότητος, wohl geschlagen, mit dem Hammer schön getrieben, πρόχους Soph. Ant. 420, δορίς Eur. El. 819.
-
5 ἀ-συγ-κρότητος
ἀ-συγ-κρότητος, eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.
-
6 ἀ-κρότητος
-
7 κροτητά
κροτητόςstricken: neut nom /voc /acc plκροτητά̱, κροτητόςstricken: fem nom /voc /acc dualκροτητά̱, κροτητόςstricken: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 κροτητόν
κροτητόςstricken: masc acc sgκροτητόςstricken: neut nom /voc /acc sg -
9 κροτητών
-
10 κροτητῶν
-
11 κροτέω
κροτέω (mit κρούω zusammenhangend, nach Eust. ein onomatopoetisches Wort), klappern, rasseln lassen; wie κροταλίζω von den Pferden, κείν' ὄχεα κροτέοντες, mit dem leeren Wagen daherrasselnd, Il. 15, 453; H. h. Apoll. 234. – Gew. klatschen, klopfen, schlagen; ϑύρσῳ κροτῶν γῆν Eur. Bacch. 188; Sp., ταρφέα σιγαλόεντι πέδον κροτέοντα πεδίλῳ Ap. Rh. 4, 1195; τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς Dem. 54, 9; κροτοῠντες τὸ ἔδαφος Plut. Eumen. 11; nach Moeris hellenistisch = an die Thür klopfen. – Bes. a) ein Saiteninstrument mit dem Plektrum schlagen, Sp.; auch κυμβάλοις, Luc. Alex. 9, s. d. – b) ein Gewebe mit der Weberlade festschlagen, Strab. XV, 717. – c) vom Schmiede, zusammenhämmern, zusammenschweißen, schmieden; Luc. Lexiph. 9; χρυσῷ πλατὺν κρατῆρα κεκροτημένον Lycophr. 888; a. Sp.; übtr., κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pind. frg.; ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι ἄνδρες, aus Lug u. Trug zusammengesetzt, Theocr. 15, 49; εὐϑὺς τὸ πρῆγμα κροτείσϑω, das Geschäft werde sogleich betrieben, Addaeus (X, 20), wie »das Eisen schmieden, so lange es heiß ist«. – d) zusammenschlagen; κροτεῖν τὼ χεῖρε, beide Hände gegen einander schlagen, mit beiden Händen Beifallklatschen, Xen. Cyr. 8, 4, 12; καὶ χαίρειν Plat. Euthyd. 303 b; καὶ ἐκβοᾶν Rep. VI, 492 b; auch = loben, παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια Ath. V, 182 a; Ggstz συρίττω, Luc. Harmonid. 2; vgl. Plat. Ax. 368 d; übh. = Lärm machen, klappern, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῠσα Μοῠσα Ar. Ran. 1305, auch κἂν πιϑανωτέρους τούτων λόγους ἄρτι κροτήσῃς, Plat. Ax. 369 d; laut herdeclamiren, schwatzen, Sp. – Adj. verb. κροτητός, geschlagen; κτύπῳ δ' ἐπ ιῤῥοϑεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάϑλιον κάρα Aesch. Ch. 428; ἅρματα, rasselnde Wagen, Soph. El. 714; auf Saiteninstrumenten gespielt, κροτητὰ μέλη Soph. bei Ath. IV, 175 e, u. ähnl. A.
-
12 ευκροτητος
-
13 κροτητοίς
-
14 κροτητοῖς
-
15 μικρότητος
μῑκρότητος, μικρότηςsmallness.fem gen sg -
16 σμικρότητος
σμῑκρότητος, μικρότηςsmallness.fem gen sg -
17 πολυκρότητος
πολυ-κρότητος, ον,A much struck or beaten, Hsch. s.v. ἀκρότητα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκρότητος
-
18 ἀκρότητος
ἀ-κρότητος, nicht geschlagen; die nicht zusammen klingen -
19 ἀσυγκρότητος
ἀ-συγ-κρότητος, eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten: nicht eingeübt; vom Ausdruck: nicht gedrängt -
20 εὐκρότητος
εὐ-κρότητος, wohl geschlagen, mit dem Hammer schön getrieben
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… … Dictionary of Greek
κροτητά — κροτητός stricken neut nom/voc/acc pl κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc/acc dual κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητῶν — κροτητός stricken fem gen pl κροτητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητόν — κροτητός stricken masc acc sg κροτητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτητοῖς — κροτητός stricken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρότητος — θεοκρότητος, ον (Μ) ο συγκροτημένος από τον θεό («ομήγυρις θεοκρότητος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρότητος (< κροτώ με τη σημασία «σφυρηλατώ, συγκροτώ»), πρβλ. α συγ κρότητος, ευ κρότητος] … Dictionary of Greek
χρυσιοκρότητος — ον, Μ χρυσήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κρότητος (< κροτητός < κροτῶ «χτυπώ»), πρβλ. εὐ κρότητος] … Dictionary of Greek
πολυκρότητος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν πολύ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. ευ κρότητος] … Dictionary of Greek
σιδηροκρότητος — ον, Μ αυτός που σφυρηλατείται με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. πολυ κρότητος] … Dictionary of Greek
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… … Dictionary of Greek