-
1 κροταφίτης
κροταφίτης, ὁ, μῠς, der Muskel an der Schläfe, Hippocr. u. a. Medic.
-
2 κροταφίτης
κροταφίτηςtemporal: masc nom sg -
3 κροταφίτης
κροταφίτης, ὁ, μῠς, der Muskel an der Schläfe -
4 κροταφίτης
A temporal muscle, Hp.Art.30, Gal.UP16.6, Antyll. ap. Orib. 7.16.2, Arch.Pap.4.270 (iii A. D.):—fem. [suff] κροτᾰφ-ίτιδες πληγαί blows on the temples, Hp.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροταφίτης
-
5 κροταφίταις
κροταφίτηςtemporal: masc dat pl -
6 κροταφίτην
κροταφίτηςtemporal: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 κροταφίτου
κροταφίτηςtemporal: masc gen sg -
8 κροταφίτας
κροταφίτᾱς, κροταφίτηςtemporal: masc acc plκροταφίτᾱς, κροταφίτηςtemporal: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 κροταφιτών
-
10 κροταφιτῶν
-
11 κροταφίτη
-
12 κροταφίτῃ
-
13 κρόταφος
Grammatical information: m., usu. pl.Meaning: `temple', metaph. `side, profile, steep mountain-slope' (Il.). Byforms with metathesis: κόρταφος (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], EM, Et. Gud.), κότραφος ( PMag. Osl. 1, 152).Compounds: Compp., e.g. πολιο-κρόταφος `with gray temples' (Θ 518).Derivatives: κροταφίς f. `pointed hammer' (Att. inscr., Poll., H.; on the meaning below), κροτάφιος `of the temples' (Gal.), κροταφίτης `temple-muscel' (medic.; Redard Les noms grecs en - της 101), f. pl. - ίτιδες ( πληγαί Hp.). Denomin. κροταφίζω `strike on the temple, box on the ear' (pap.) with κροταφιστής (Gloss., H. s. κόβαλος).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Generally (e.g. Brugmann Grundr.2 2, 1, 390) derived from κρότος as "the knocking (of the veins in the temples)". Because of the meaning of κρότος `the knocking which one hears, noise' κρόταφος cannot refer to the beating of the veins which one sees (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), but must refers to the inner noise, we hear; s. Frisk GHÅ. 57: 4, 18 f. with a diff. hypothesis: κρόταφος prop. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (cf. κόλαφος) like rom. dial. abattin `temples'; so κροταφίς prop. "Schläfengerät"? Thus also Wüst `Ρῆμα 1, 11 ff. - Fur. 257 connects κόρση `temple'; thus Forbes, Glotta 36, 258ff,Page in Frisk: 2,25-26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρόταφος
См. также в других словарях:
κροταφίτης — temporal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… … Dictionary of Greek
κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίταις — κροταφίτης temporal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτην — κροταφίτης temporal masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτου — κροταφίτης temporal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτῃ — κροταφίτης temporal masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτας — κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc acc pl κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδοειδής — ές (Α λεπιδοειδής, ές) [λεπίς] αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι νεοελλ. φρ. «λεπιδοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς … Dictionary of Greek
μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… … Dictionary of Greek