-
1 κροταφιτών
-
2 κροταφιτῶν
См. также в других словарях:
κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κροταφιτών
2 κροταφιτῶν
κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)