Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρομ-

См. также в других словарях:

  • κινίτσι(ν) — τὸ (Μ) εκλεκτό κεραμεικό, είδος πορσελάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κίνα + κατάλ. ίτσι(ν) (πρβλ. κρομ(μ)υδ ίτσι(ν)] …   Dictionary of Greek

  • κρόμμυο — το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον) κρεμμύδι αρχ. στον πληθ. τὰ κρόμμυα τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»