Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κροκο-βᾰφής

См. также в других словарях:

  • ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· …   Dictionary of Greek

  • υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοβαφής — ές, Α φοινικόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»