-
1 κροκοβαφής
A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag. 1121 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοβαφής
См. также в других словарях:
ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· … Dictionary of Greek
υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] … Dictionary of Greek
φοινικοβαφής — ές, Α φοινικόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, πορφυρο βαφής] … Dictionary of Greek