-
1 κριθη
I.ἥ1) (преимущ. pl.) ячмень(πυροὴ καὴ κριθαί Hom., Arst.)
κριθαὴ πεφρυγμέναι Thuc. — сушеный ячмень2) Arph. = πόσθη См. ποσθηII.IIIdat. к κριθή См. κριθη -
2 κριθή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κριθή
-
3 κριθή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κριθή
-
4 κριθή
-
5 κριθή
ячмень.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κριθή
-
6 κριθή
(во множ. числе) ячмень -
7 κρι
-
8 κριθαράκι
τό1) макаронные изделия (напоминающие зёрна ячменя); 2) см. κριθή 2 -
9 2915
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2915
-
10 ki-ri-ta
I. subst. f./acc. sg. pl. KN G 820: kritā,cp. κριθή 'ячменная брага; сухой ячмень; II. adj. pl. neutr. KN Ld 785: khristā 'крашеный', ср. χριστός, χριστά 'служащий для натирания' от χρίω 'умащивать, смазывать, натирать', χριστός 'помазанный' (более позднее).
См. также в других словарях:
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθῇ — κρῐθῇ , κρίνω separate aor subj pass 3rd sg κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres ind mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj act 3rd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — κρῑθή , κριθή barleycorns fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθη — κρί̆θη , κρίνω separate aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (doric) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek
κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι … Dictionary of Greek
κριθίον — κριθίον, τὸ (Α) [κριθή] υποκορ. τού κριθή … Dictionary of Greek
χριθή — ἡ, Α κριθή, κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κριθή, με αφομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο αντίστοιχο δασύ χ ] … Dictionary of Greek
ячмень — м., род. п. еня, прилаг. ячменный, ячный, ячневый, укр. ячмiнь – то же, русск. цслав. ячьмы, род. п. ячьмене κριθή, ячьмыкъ – то же, ст. слав. ѩчьнѣнъ (Зогр., Ассем., из *ɪѧчьмен ; см. Мейе, Et. 437), ѩчьнъ (Мар.) κρίθινος, сербск. цслав.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ячмень — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. κριθή) ячмень. … … Словарь церковнославянского языка