-
1 ячмень
I.(злак) η κριθή, разг. το κριθάρι.II.мед. (на веке) το χαλάζιο, разг. το κριθαράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ячмень
-
2 жито
житос τά σιτηρά, τά γεννήματα/ ἡ κριθή, τό κριθάρι (ячмень)! ἡ βρίζα, ἡ σίκαλη (роокь)! ὁ σίτος, τό σιτάρι (пшеница). -
3 ячмень
ячмень Iм (хлебный злак) τό κριθάρι, ἡ κριθή.ячмень IIм мед. τό κριθαράκι. -
4 ячмень
-я α.1. κριθή, κριθάρι.2. κριθαροειδές εξάνθημα στο βλέφαρο. -
5 Barley
subs.P. and V. κριθή, ἡ.Barley meal: Ar. and P. ἄλφιτον, τό, or pl.Barley meal for sprinkling over victims in sacrifice: V. προχύται, αἱ, Ar. ὀλαί, αἱ.Barley cake: Ar. and P. μᾶζα, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Barley
-
6 Corn
subs.Wheat: Ar. and P. πυρός, ὁ.Wheat-meal: Ar. and P. ἄλευρα, τά.Barley: P. and V. κριθή, ἡ.Barley-meal: Ar. and P. ἄλφιτον, τό, or pl.Import corn, v.: P. σιτηγεῖν.Importation of corn, subs.: P. σιτηγία, ἡ.Buying of corn: P. σιτωνία, ἡ.Carrying of corn: P. σιτοπομπία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Corn
-
7 Oats
subs.Use P. and V. κρίθη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oats
См. также в других словарях:
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθῇ — κρῐθῇ , κρίνω separate aor subj pass 3rd sg κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres ind mp 2nd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to be barley fed pres subj act 3rd sg (doric) κρῑθῇ , κριθάω to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — κρῑθή , κριθή barleycorns fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθη — κρί̆θη , κρίνω separate aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (doric) κρί̱θη , κριθάω to be barley fed pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek
κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι … Dictionary of Greek
κριθίον — κριθίον, τὸ (Α) [κριθή] υποκορ. τού κριθή … Dictionary of Greek
χριθή — ἡ, Α κριθή, κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κριθή, με αφομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο αντίστοιχο δασύ χ ] … Dictionary of Greek
ячмень — м., род. п. еня, прилаг. ячменный, ячный, ячневый, укр. ячмiнь – то же, русск. цслав. ячьмы, род. п. ячьмене κριθή, ячьмыкъ – то же, ст. слав. ѩчьнѣнъ (Зогр., Ассем., из *ɪѧчьмен ; см. Мейе, Et. 437), ѩчьнъ (Мар.) κρίθινος, сербск. цслав.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ячмень — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. κριθή) ячмень. … … Словарь церковнославянского языка