Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρητηρίζω

См. также в других словарях:

  • κρητηρίζω — (Α) ιων. τ. βλ. κρατηρίζω …   Dictionary of Greek

  • κρατηρίζω — κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ] 1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα 2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια 3. παθ. κρατηρίζομαι πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»