-
1 κρησέρη
-
2 κρησέρῃ
-
3 κρησέρα
A flour-sieve, bolting-sieve, Hp.Steril.222 (but expld. as a straining-cloth by Erot.), Ar.Ec. 991, Gal.Nat.Fac.2.3, Aret.CA1.4, Poll.6.74:—[var] Dim. [suff] κρησέρ-ιον, τό, Id.10.114, Zonar.II fine net for fishing, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρησέρα
См. также в других словарях:
κρησέρῃ — κρησέρα flour sieve fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρησάρα — η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα) λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα έρα (πρβλ. διφθ έρα, χολ έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση τού θ.… … Dictionary of Greek