Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρηπῑς

См. также в других словарях:

  • κρηπίς — (I) κρηπίς, ῑδος, ἡ (AM) βλ. κρηπίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crepis < λατ. crepis < κρηπίς] …   Dictionary of Greek

  • κρηπίς — κρηπί̱ς , κρηπίς man s high boot fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖδα — κρηπίς man s high boot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖδας — κρηπίς man s high boot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖδες — κρηπίς man s high boot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖδι — κρηπίς man s high boot fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖδος — κρηπίς man s high boot fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖσι — κρηπίς man s high boot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπῖσιν — κρηπίς man s high boot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκρήπις — θεοκρήπις, ιδος, ή (Α) (για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι κρήπις, εϋ κρήπις] …   Dictionary of Greek

  • κρηπῖδ' — κρηπῖδα , κρηπίς man s high boot fem acc sg κρηπῖδι , κρηπίς man s high boot fem dat sg κρηπῖδε , κρηπίς man s high boot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»