-
1 κρειοδοκος
-
2 κρειοδόκος
κρειοδόκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρειοδόκος
-
3 κρειοδόκος
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend -
4 κρειοδόκον
κρεηδόκοςmasc /fem acc sgκρεηδόκοςneut nom /voc /acc sgκρειοδόκοςcontaining flesh: masc /fem acc sgκρειοδόκοςcontaining flesh: neut nom /voc /acc sg -
5 κρεω-δόχος
κρεω-δόχος, = κρειοδόκος, VLL.
-
6 κρεο-δόχος
κρεο-δόχος, = κρειοδόκος; ἀγγεῖον Schol. Il. 9, 206.
-
7 κρεηδόκος
κρεηδόκος, ον,A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεηδόκος
-
8 κρεοδόχος
κρεο-δόχος, ον,A = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 ( κρεω-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδόχος
См. также в других словарях:
κρειοδόκος — κρειοδόκος, ον (Α) φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο (πρβλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
κρειοδόκον — κρεηδόκος masc/fem acc sg κρεηδόκος neut nom/voc/acc sg κρειοδόκος containing flesh masc/fem acc sg κρειοδόκος containing flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεηδόκος — κρεηδόκος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη (βλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, θυο δόκος] … Dictionary of Greek
κρεοδόχος — κρεοδόχος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek