Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κραυρότης

См. также в других словарях:

  • κραυρότης — κραυρότης, ητος, ἡ (Α) [κραύρος] η εξαιτίας τής ξηρότητας ευθρυπτότητα, η ιδιότητα τού εύθραυστου …   Dictionary of Greek

  • κραυρότης — brittleness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυρότητι — κραυρότης brittleness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυρότητος — κραυρότης brittleness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»