-
1 κρατησιβιας
-
2 κρατησιβίας
1 victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16. -
3 κρατησιβίας
κρᾰτησῐ-βίας, ὁ,A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατησιβίας
-
4 κρατησιβίας
κρατησι-βίας, von gewaltiger Kraft, ῥωμαλέος -
5 κρατησιβίαν
κρατησιβίᾱν, κρατησιβίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)κρατησιβίαςmasc acc sg
См. также в других словарях:
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατησιβίαν — κρατησιβίᾱν , κρατησιβίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κρατησιβίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)