-
1 κρατερήφι
-
2 κρατερῆφι
-
3 κρατερός
A strong, stout, mighty, in Hom. mostly of bodily strength,κρατερός περ ἐὼν καὶ χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, cf. 6.97, Pi.I.5(4).31, etc.; epith. of Ares, Il.2.515; of lions, Od.4.335; χεῖρες ib. 288, Pi.P.11.18: with collat. notion of stern, harsh, of Hades, Il.13.415, cf. 21.566.2 of things, conditions, etc., mighty, fierce,κ. ὑσμίνας 2.345
;ἀνάγκη 6.458
;κρατερῆφι βίηφιν 21.501
;σθένος B.17.40
;πάλα Id.10.20
; βέλος, τόξον, Il.5.104, 8.279;βιός Od.24.170
; δεσμός, δεσμοί, Il.5.386, Od.8.336; hard, ;σίδηρος ὅπερ κρατερώτατός ἐστιν Hes.Th. 864
.3 of passions, etc., strong, vehement,λύσσα Il.9.239
;ἔρις 13.358
;μένος 7.38
;πένθος 11.249
;ἄλγεα Od.15.232
: of acts and words,κ. ἀμφίβασις Il.5.623
; κ. μῦθος a harsh, rough speech, 1.25;μῦθον ἀπηνέα τε κ. τε 15.202
.II Adv. - ρῶς strongly, stoutly,μάχεσθαι 12.152
;ἑστάμεναι 15.666
;ἔχεσθαι 16.501
, 17.559;νεμεσᾶν 13.16
; κὰδ δ' ἔβαλε κ. dashed roughly to earth, Od.4.344; κ. ἀγόρευσεν, ἀπέειπεν, sternly, Il.8.29, 9.431; in Prose, Anon ap.Stob.4.31.34.—Once in Trag.,κ. γυιοπέδαι A.Pr. 168
(anap.); elsewh. καρτερός. ([full] κορτερά· κρατερά, ἰσχυρά, Hsch., is prob. [dialect] Aeol.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατερός
-
4 κρατερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρατερός
См. также в других словарях:
κρατερῆφι — κρατερός strong fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek