-
1 κραταιος
31) могущественный, непобедимый(Μοῖρα Hom.)
2) могучий, сильный(δύω Κρόνου υἷε Hom.; θηρ Pind.; χείρ Eur.)
3) крепкий, мощный(ἔγχος Pind.; σθενος Aesch.)
ἐπὴ τὸ κραταιὸν γίγνεσθαι Luc. — усиливаться4) смелый, отважный, решительный(ἔπος Pind.)
-
2 κραταιός
a authoritativeἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
b powerfulὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.34
κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) N. 4.25 -
3 κραταιός
κραταιός, ά, όν (s. next entry; in Hom. and other poets; in prose it appears late: Philo Mech. 80, 22; Polyb. 2, 69, 8; Cornutus 31 p. 63, 1; Plut., Crass. 24, 4, Mor. p. 967c; Lucian, Anach. 28; Vett. Val. index; Mitt-Wilck. I/2, 122, 1 [6 A.D.] τῷ μεγίστῳ κραταιῷ θεῷ Σοκνοπαίῳ; PGM 7, 422 θεοὶ κραταιοί; 563; 789; LXX; TestJud 5:1; 6:3; JosAs ch. 11 [cod. A 54, 4 Bat. and Pal. 364]; Philo, Spec. Leg. 1, 307 θεὸς μέγας κ. ἰσχυρὸς κ. κραταιός) powerful, mighty of God’s hand (oft. LXX; TestJos 1:5; PGM 4, 1279; 1307) 1 Pt 5:6; 1 Cl 28:2; 60:3; GJs 15:4; δύναμις mighty power (cp. Philo, Conf. Lingu. 51) Hv 1, 3, 4.—DELG s.v. κράτος. M-M. TW. -
4 κραταιός
κραταιός, poet. = κρατερός, gewaltig, stark, kräftig; Hom. am häufigsten Μοῖρα, die übergewaltige, der Keiner wiedersteht, z. B. Il. 16, 334; δύω Κρόνου υἷε κραταιώ Iliad. 13, 345; von Menschen, Od. 15, 242. 18, 381, wie Pind. N. 4, 25; vom Löwen, ϑήρ, Il. 11, 119; ἔγχος, Pind. P. 6, 34; ἔπος, 2, 81; σϑένος, Aesch. Prom. 247; κραταιαῖς μετὰ χερσίν Soph. Phil. 1697; Eur. Herc. Fur. 964; auch a. D.; auch in sp. Prosa, wie Plut. Crass. 24, Luc. Anach. 28; sp. D. – Adv. κραταιῶς, Philo.
-
5 κραταιός
κραταιόςstrong: masc nom sg -
6 κραταιός
κραταιός: powerful, mighty; Μοῖρα, θήρ (lion), Il. 11.119.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κραταιός
-
7 κραταιός
-
8 κραταιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κραταιός
-
9 κραταιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κραταιός
-
10 κραταιός
ά, όν сильный; мощный; могучий; могущественный -
11 κραταιός
могущественный, сильный, крепкий, могучий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κραταιός
-
12 κραταιός
-ά,-όν + A 17-11-8-20-12=68 Ex 3,19; 6,1; 13,3.9.14ἐν χειρὶ κραταιᾷ with a strong hand Ex 13,3 Cf. LE BOULLUEC 1989, 94-95 -
13 κραταιός
A strong, mighty,μοῖρα κραταιή Il.16.334
, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion,κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119
;ἔγχος Pi.P.6.34
; κ. ἔπος word of power, ib.2.81;σθένος κ. A.Pr. 428
(lyr.);κ. μετὰ χερσίν S.Ph. 1110
(lyr.);κραταιᾶς χειρός E. HF 964
;κραταιῷ.. βραχίονι Trag.Adesp.416
;ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4
(hex.);χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324
(Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.;κ. ἀγών Plb.2.69.8
;τόξα κ. Plu.Crass.24
;ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28
: [comp] Comp., Ph.1.14: [comp] Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings,ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563
; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr. 351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy. 465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, PMag. Leid.V.7.8
; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιός
-
14 κραταιός
potentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κραταιός
-
15 potent
κραταιός -
16 κραταιότερον
κραταιόςstrong: adverbial compκραταιόςstrong: masc acc comp sgκραταιόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
17 κραταιοτάτη
κραταιόςstrong: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————κραταιόςstrong: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
18 κραταιοτάτων
κραταιόςstrong: fem gen superl plκραταιόςstrong: masc /neut gen superl pl -
19 κραταιοτέρων
κραταιόςstrong: fem gen comp plκραταιόςstrong: masc /neut gen comp pl -
20 κραταιόν
κραταιόςstrong: masc acc sgκραταιόςstrong: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
κραταιός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… … Dictionary of Greek
κραταιός — ή, ό πολύ δυνατός (σωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραταιότερον — κραταιός strong adverbial comp κραταιός strong masc acc comp sg κραταιός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτων — κραταιός strong fem gen superl pl κραταιός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτέρων — κραταιός strong fem gen comp pl κραταιός strong masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιόν — κραταιός strong masc acc sg κραταιός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατα — κραταιός strong adverbial superl κραταιός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατον — κραταιός strong masc acc superl sg κραταιός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτη — κραταιός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτην — κραταιός strong fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)