Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κραταιός

См. также в других словарях:

  • κραταιός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό πολύ δυνατός (σωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραταιότερον — κραταιός strong adverbial comp κραταιός strong masc acc comp sg κραταιός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτων — κραταιός strong fem gen superl pl κραταιός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτέρων — κραταιός strong fem gen comp pl κραταιός strong masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιόν — κραταιός strong masc acc sg κραταιός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότατα — κραταιός strong adverbial superl κραταιός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότατον — κραταιός strong masc acc superl sg κραταιός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτη — κραταιός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτην — κραταιός strong fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»