-
1 κραταί-πεδον
κραταί-πεδον, οὖδας, mit hartem, festem Boden, Od. 23, 46.
-
2 κραταί-λεως
κραταί-λεως, ων, hartsteinig, felsig; χϑών Aesch. Ag. 652; πέδον Eur. El. 534.
-
3 κραταίπεδον
κραταί-πεδον, οὖδας, mit hartem, festem Boden
См. также в других словарях:
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek