Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κρατήρων

См. также в других словарях:

  • κρατήρων — κρᾱτήρων , κρατήρ mixing vessel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • EXECRATIO — inter publicas olim poenas: qualem Atheniensium erga Philippum Regem hoc modo describit Liv. l. 31. c. 44. Rogationem exemplo tulêrunt, plebsque scivit, ut Philippi statuae, imagines omnes, nominaque earum, item Maiorum eius virilis ac muliebris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μεθημέριος — και δωρ. τ. μεθαμέριος, ον (Α) ο μεθημερινός* («ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, καὶ μεθαμερίων ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἡμέριος (< ἦμαρ), πρβλ. εφ ημέριος] …   Dictionary of Greek

  • οδώ — (I) ὁδῶ, άω (Α) [οδός] εξάγω κάτι με σκοπό να τό πουλήσω («βοράν ὁδῆσαι ναυτίλοις», Ευρ.). (II) ὁδῶ, όω (Α) [οδός] 1. δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, οδηγώ κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. διατάσσω, διευθύνω («ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα»,… …   Dictionary of Greek

  • υδρόθειο — το, Ν χημ. υδρογονούχα ένωση τού θείου, τής οποίας τα υδατικά διαλύματα είναι γνωστά με τη γενική ονομασία υδροθειικό οξύ και η οποία εκλύεται ελεύθερα από τις ρωγμές τών κρατήρων τών ηφαιστείων και από ορισμένες πηγές μεταλλικών νερών ή… …   Dictionary of Greek

  • Αραράτ — (Ararat). Βουνό (5.165 μ.) της ανατολικής Τουρκίας, που υψώνεται ανάμεσα στις κοιλάδες του Αράξη στα Β και του Ζανγκμάρ στα Ν, κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Αρμενίας. H τουρκική ονομασία του είναι Άγκρι Νταγκ Μπουγιούκ (Αgri Dagi Bϋyϋk),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»