-
1 ὄρυγμα
ὄρυγμα, τό, das Gegrabene, die Grube, der Graben; τύμβου, Eur. Hel. 553; Her. 3, 60. 7, 23; Plat. Legg. VI, 779 c. Auch ein unter der Erde hinlaufender, unterirdischer Gang, Her. 4, 200; Thuc. 1, 106; Xen.; Minen, Pol. 5, 100, 2 u. öfter; so ὀρύγμασιν ἐνεχείρει, 5, 4, 6; Sp., wie D. Hal. 4, 59. In Athen = βάραϑρον, die Grube, in welche die zum Tode verurtheilten Verbrecher gestürzt wurden, ὁ ἐπὶ τῷ ὀρύγματι = der Henker, Din. 1, 63; vgl. Harpocr.
-
2 ὄρυγμα
ὄρυγμα, τό, das Gegrabene, die Grube, der Graben. Auch ein unter der Erde hinlaufender, unterirdischer Gang. In Athen = βάραϑρον, die Grube, in welche die zum Tode verurteilten Verbrecher gestürzt wurden; ὁ ἐπὶ τῷ ὀρύγματι = der Henker -
3 δι-όρυγμα
δι-όρυγμα, τό, das Durchgegrabene, die Durchgrabung, z. B. des Berges Athos, Thuc. 4, 109 u. Sp., wie D. Sic. 20, 94.
-
4 ὑπ-όρυγμα
ὑπ-όρυγμα, τό, das Untergrabene, die Mine, Sp.
-
5 περι-είργω
περι-είργω, rings umher einengen, einschließen; ἔτυχεν ὄρυγμα μέγα περιεῖργον, Thuc. 1, 106; Folgde, wie D. Hal. 1, 15; s. περιέργω.
-
6 ὀρυκτή
ὀρυκτή, ἡ, = ὄρυγμα, Ael. V. H. 13, 16.
-
7 ὀρυγμάτιον
ὀρυγμάτιον, τό, dim. von ὄρυγμα (?).
-
8 ὀρυγμία
-
9 ἀμφί-στομος
ἀμφί-στομος ( στόμα), 1) mit doppelter Mündung, ὄρυγμα Her. 3, 60; ϑυρίδες, Zellen der Bienen, Arist. H. A. 9, 40; ἀμφίστομοι λαβαὶ κρατήρων, die Griffe an den beiden Seiten an Mischkrügen, Soph. O. C. 474 (ἢ ἀμφοτέρωϑεν ἐστομωμένας ἢ διὰ τὸ ἑκατέρωϑεν τοῦ στόματος εἶναι ἢ πρόσωπα ϑηρίων ἑκατέρωϑεν ἐχούσας). – 2) zweischneidig, πέλεκυς, Sp.; φάλαγξ Arr. 5, 17, 1, eine Schlachtordnung mit doppelter Front, wo die Reihen vorn u. hinten zum Angriff bereit sind; vgl. Polyaen. 1, 49, 2; τάξις Pol. 2, 28; πλινϑίον Plut. Crass. 23; πλαίσιον Sol. an. 29, wonach sie quadratisch ist.
-
10 διόρυγμα
δι-όρυγμα, τό, das Durchgegrabene, die Durchgrabung, z. B. des Berges Athos -
11 ὑπόρυγμα
ὑπ-όρυγμα, τό, das Untergrabene, die Mine
См. также в других словарях:
ὄρυγμα — excavation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek
όρυγμα — το, ατος βαθιά σκαμμένο χαντάκι, τάφρος, λάκκος, χαράκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρυγμάτων — ὄρυγμα excavation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασι — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασιν — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματα — ὄρυγμα excavation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματι — ὄρυγμα excavation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματος — ὄρυγμα excavation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek