Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κραγ-

См. также в других словарях:

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

  • κραγέτης — κραγέτης, ὁ (Α) αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ τού κράζω (πρβλ. αόρ. β ἔ κραγ ον) + κατάλ. έτης (πρβλ. αλιναι έτης, ηγ έτης)] …   Dictionary of Greek

  • κραγός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Mount Cragus — or Mount Cragos or Mount Kragos (Greek: Κράγος) – also recorded as Hiera Acra – is a mountain in Turkey, in what was formerly ancient Lycia, Asia Minor. Map of Lycia showing significant ancient cities and some major mountains and rivers. Red dots …   Wikipedia

  • Cragus (Lycia) — Cragus or Cragos or Kragos (Greek: Κράγος) was an ancient city of Lycia, Asia Minor near or on Mount Cragus; its location is in modern day Turkey (most likely in Muğla Province). Strabo (p. 665), describes Cragus as a city amidst Mount Cragus.… …   Wikipedia

  • κέκραξ — κέκραξ, αγος, ὁ (Α) άλλος τ. του κεκράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγ α)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»