-
1 κεκράκτης
κεκράκτηςbawler: masc nom sg -
2 κεκράκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεκράκτης
-
3 κεκράκται
κεκράκτηςbawler: masc nom /voc plκεκράκτᾱͅ, κεκράκτηςbawler: masc dat sg (doric aeolic) -
4 κεκράκτην
κεκράκτηςbawler: masc acc sg (attic epic ionic) -
5 κεκράκτας
κεκράκτᾱς, κεκράκτηςbawler: masc acc plκεκράκτᾱς, κεκράκτηςbawler: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 κράζω
Grammatical information: v.Meaning: `croak, cry' (individ. attestations since Ar.)Other forms: perf. κέκρᾱγα (trag., Ar.) with pret. ἐκέκραγον (LXX), fut. κεκράξομαι (com., LXX), κεκραγήσει κραυγάσει H., aor. κεκρᾶξαι (LXX); aor. κρᾰγεῖν (ξ 467, Pi., Antiphon, Ar.), later κρᾶξαι (Thphr., LXX) with fut. κράξω (AP, Ev. Luc.),Compounds: also with prefix, esp. ἀνα-.Derivatives: κεκράκτης m. `cryer' (Hp., Ar., Luc.), κέκραγμα (Ar.), κεκραγμός (E., Plu.) `crying'; κεκραξι-δάμας m. `control by crying', comic surname of Cleon (Ar. V. 596, after Άλκι-δάμας; Sommer Nominalkomp. 174); κρᾱγέτας m. `cryer' (Pi.; Schwyzer 500), κρᾰγός `crying' (Ar. Eq. 487 κραγὸν κεκράξεται; Schwyzer 626), κράκτης `id.' (Adam., Tz.) with κράκτρια H. s. λακέρυζα, κρακτικός `crying, noising' (Luc.). The orig. system had a thematic root-aorist κρᾰγεῖν beside an intensive perfect κέκρᾱγα with present-meaning (Schwyzer-Debrunner 263f.); then the rare present κράζω with new aorist κρᾶξαι etc.; a further innovation was ἐκ-, ἐγ-κραγγάνω (Men., H.). To the central position of the perfect attest the derived verbal- and nominal forms κεκράξομαι, κεκράκτης etc.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: As orig. onomatop. κέκραγα, κραγεῖν have a close cognate in κρώζω ` croak'; to this κρᾰγεῖν could even be a regelar zero-grade aorist. [ κάραγος ὁ τραχὺς ψόφος, οἷον πριών H. is not a regular disyllabic form beside κραγ-; s. s. v.] Cf. κρώζω, and κόραξ and κραυγή.Page in Frisk: 2,2-3Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράζω
-
7 κράκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράκτης
-
8 Κυκλοβόρος
Κυκλο-βόρος, ὁ, torrent in Attica,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυκλοβόρος
См. также в других словарях:
κεκράκτης — bawler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κεκράκται — κεκράκτης bawler masc nom/voc pl κεκράκτᾱͅ , κεκράκτης bawler masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτην — κεκράκτης bawler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτας — κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc acc pl κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκραξ — κέκραξ, αγος, ὁ (Α) άλλος τ. του κεκράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγ α)] … Dictionary of Greek
κατακεκράκτης — κατακεκράκτης, ὁ (Α) αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. τού κράζω)] … Dictionary of Greek
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek