-
1 κρήϊον
-
2 κρήιον
κρήιονmeat-tray: neut nom /voc /acc sg -
3 κρήϊον
II v. κρεῖον 1. -
4 κρήια
κρήιονmeat-tray: neut nom /voc /acc pl -
5 κρεῖον
κρεῖον, τό, Küchentisch od. Fleischbank, auf welcher das Fleisch zugerichtet u. zerlegt wurde, Il. 9, 206, wo Einige es minder gut für »Fleischkessel«, »Fleischtopf« nehmen; Hesych. erkl. κρήϊον durch κρεωϑήκη, κρεοδόχον λέβητα. – Eine Art Kuchen, bei Ath. XIV, 645 d. – Bei Euphor. Ir. 133 Mein. auch = κρέας.
-
6 κρεοδόχος
κρεο-δόχος, ον,A = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 ( κρεω-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδόχος
-
7 κρεῖον
II = κρέας, Euph.155.
См. также в других словарях:
κρήιον — κρήϊον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. κρείον … Dictionary of Greek
κρήιον — meat tray neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήια — κρήιον meat tray neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… … Dictionary of Greek
κρήινον — κρήϊνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα ινον), βλ. και κρήιον / κρείον] … Dictionary of Greek