-
1 κρήϊον
-
2 κρεῖον
κρεῖον, τό, Küchentisch od. Fleischbank, auf welcher das Fleisch zugerichtet u. zerlegt wurde, Il. 9, 206, wo Einige es minder gut für »Fleischkessel«, »Fleischtopf« nehmen; Hesych. erkl. κρήϊον durch κρεωϑήκη, κρεοδόχον λέβητα. – Eine Art Kuchen, bei Ath. XIV, 645 d. – Bei Euphor. Ir. 133 Mein. auch = κρέας.
См. также в других словарях:
κρήιον — κρήϊον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. κρείον … Dictionary of Greek
κρήιον — meat tray neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήια — κρήιον meat tray neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… … Dictionary of Greek
κρήινον — κρήϊνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα ινον), βλ. και κρήιον / κρείον] … Dictionary of Greek