Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρήμναμαι

См. также в других словарях:

  • κατακρήμναμαι — (Α) κατακρέμαμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρήμναμαι «κρέμομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»