-
1 κρημναμαι
[med. к κρήμνημι См. κρημνημι] (только praes. и impf. ἐκρημνάμην; дор. gen. pl. part. f κρημνᾰμενᾶν или κρημνᾰμένᾱν)1) висеть, свисать, опускатьсяὀμμάτων κρημνάμεναι νεφέλαι Aesch. — туманы, застилающие глаза
2) прижиматься, льнутьπαρῄδων ἐξ ἐμᾶν ἐκρήμνατο Eur. — (Клитемнестра) прильнула к моим щекам
-
2 κατα-κρήμναμαι
κατα-κρήμναμαι, herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.
-
3 κρημναω
-
4 κρήμνημι
κρήμνημι, hinabstürzen, -werfen ( κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερϑ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
-
5 εκκρημναμαι
досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься(πατρῴων πέπλων Eur.)
ῥόπτρων χέρας ἐ. Eur. — браться за дверные ручки -
6 κατακρημναμαι
-
7 κρημνημι
-
8 κρήμνημι
A = κρεμάννυμι, hang,ἄγκυραν ποτὶ.. ναῒ κρημνάντων Pi.P.4.25
, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.)σεαυτὴν ἐκ.. ἀντηρίδος E.Fr. 1111
( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη ([tense] impf.) App.Mith.97:—[voice] Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El. 1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρήμνημι
-
9 κατακρήμναμαι
κατα-κρήμναμαι, herabhangen, von den Wolken -
10 κρήμνημι
κρήμνημι, hinabstürzen, -werfen ( κρημνός), hängen, schweben lassen; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen; κρήμναμαι, herabhangen, schweben
См. также в других словарях:
κατακρήμναμαι — (Α) κατακρέμαμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρήμναμαι «κρέμομαι»] … Dictionary of Greek
κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… … Dictionary of Greek